Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΓΡΟΙΚΑΤΑ ΧΑΡΕ

(αδημοσίευτο) του Γιώργη Ψυχουντάκη

Χάρε :  Κατέχω το καλά , δεν στένεις με κανένα κουβεντολόι , Χάροντα , μα με τα μένα στάσου, Χάρε για να μιλήσομε .

 Θα σε ρωτήσω λίγα αν και κατέχω απάντηση καμιά δεν θα μου δώσεις Γιατί ; κι αυτό κατέχω το Χάρε , για δεν υπάρχεις ! Δεν είσαι τίποτα κι αν ναι; Τι τέλος πάντων είσαι ; Ποιος είσαι εσύ , είσαι άμορφος; Μορφή κι αν έχεις, ποια 'ναι; Το χρώμα σου ξέρει κανείς; ποιος σ' είδε ποιος το ξέρει ; Μαύρος με κέρατα κι ορά, σαν διάλος είσαι Χάρε; τον άλλο ανύπαρχτο κι΄ αυτόν καθώς τονέ σκιτσάρουν; 

Είδα κι εσένα Χάροντα κάπου τη ζωγραφιά σου μαύρος κι ολόμαυρος πετάς σαν σίφουνας διαβαίνεις μαύρο δρεπάνι και κρατάς στο χέρι και θερίζεις ανθρώπους εις στο διάβα σου, σπαρτά σαν να 'ναι Χάρε . Αλήθεια σε ποιανού μπροστά ζωγράφου έχεις ποζάρει ; ή κάποιος ήτανε μαθός φαντασιοπληγμένος; Άχαρο, και τρισάραχνο, σκληρό , σ' αποκαλούνε Χάρε ρουφιάνε, κερατά, Χάρε ρουφιάνε Χάρε ! 

Τ' άκουσες Χάρε ; "Κερατά " το εννοούνε κι όλας ; για κι έχεις κάποια σύζυγο κι εκείνη σου τα βάνει ; Κατέχεις το ; Πώς τους μοιχούς τους αντιμετωπίζεις ; Παντέρμε , και ξεκλεριστή , μαυροκαταραμένε κακούργε , και σκληρόκαρδε , καρδιές όπου μαυρίζεις άπονε , αλύπητε , καμιά λύπηση για κανένα δέν έχεις Χάρε . Είναι πολλά που σου κατονομάζουν. 

Πόσα 'χεις Χάρε επίθετα, πές μου να σε ρωτήσω και ποιο 'ναι το πραγματικό αλήθεια επίθετό σου ; Επίθετα μ' ούδε ο Θεός ο Δίας ο μεγάλος τόσα 'χε ! Όμως Θεός και συ , κάποιος Θεός μην είσαι ; Δεν άκουσα και για Θεό κακό , ποτές να πούσι ! Μήπως υπάρχει κι είσαι εσύ ; Τι τέλος πάντων είσαι ; Κατέχω κι άλλο . Έχω ακουστά τραγούδια για τα σένα , άλλα τραγούδια του σκαμνιού , κι άλλα σε μαντινάδες . 

Σε τραγουδούνε οι γι' άνθρωποι Χάροντα οντέ γλεντίζουν κρασί σαν πίνουν , βάσανα και πίκρες να ξεχνούσι . Δέν τους γρικάς ; καμιά ποτές έδωσες σημασία ; Μ α στο πα και κατέχω το ανύπαρχτος πως είσαι . Κείνοι που σε πιστεύουνε γρίκησε ήντα σου λένε λίγα απ' αυτά που τραγουδούν στην όρεξη οντέ βγούσι .

 "Να 'χεν ο Χάρος ανιψιές να τόνε κάμω μπάρμπα να μου χαρίσει τη Ζωή για να την έχω πάντα" Να σε ρωτήξω Χάροντα: έχεις συγγενολόι να κάνεις άνθρωπο γαμπρό, το σόι ν' ανθρωπίσεις ; για μήπως και σιχαίνεσαι το γένος των ανθρώπων ; Παιδιά, κι αδέρφια και δικούς κι ολόπρωτα ξαδέρφια σαν κάποιος , κάποιον σου 'παιρνε δικό σου αγαπημένο για πες μου εσένα Χάροντα , πως 'θελα να σου πάει ; Άλλος περίεργος ρωτά πάνω στη μαντινάδα :

 "Χάρε που παίρνεις τσι ψυχές, για πές μου ήντα τσι κάνεις τσι σφάζεις, γή σκοτώνεις τσι γη στη φωθιά τσι βάνεις;" Κι' άλλος απ' έξω σ' έφταξε τσ αγάπης του την πόρτα κι έτρεξε, την αγάπη του στην κλίνη επαρηγόρα . "Ψυχομαχείς! μα εμπρόκαμα στην πόρτα σου το Χάρο και τού πα: Χάρε άστηνε, κι εγώ θα τήνε πάρω " Κι' εγώ τραγούδιν έγραψα κι έβαλα τ' όνομά σου μα γι' αντρειωμένου το 'γραψα τη μνήμη, κι όχι γι' άλλο. Κι άλλους στην τάβλα γρίκησε Χάρε τραγουδιστάδες "Ακούστε ίντα μας σε μηνούν του (ν) άδη οι γι αντρειωμένοι να των νε στείλομε άρματα μολύβια και μπαρούτια γιατί θα κάμουν πόλεμο του Χάρου δίχως άλλο για δεν τον νε βαστούνε μπλιό να ξεδιαλέγει τσ άντρες να παίρνει νιους για τ' άρματα και νιες για το γαϊτάνι να παίρνει και μωρά παιδιά στη μάνας των τσ αγκάλες 

" Φωνή και κλάμαν άκουσα τση Μεσσαρές τον κάμπο σε ποιά μεριά της Μεσσαρές, σε πιά μεριά του κάμπου εις το Τυμπάκι το 'λεγε μια Σφακιανή κοπέλα κι έκλαιγε τον υγιούκα της, κι έκλαιγε τον υγιό της . "Γιέ μου που σ' ήβρε ο Χάροντας και μαχαιρόσφαξέ σε κι αν σ' ήβρεν στο ζευγάρι μας να το ξεζευγαρώσω κι αν σ' ήβρεν εις την γειτονιά, να μην την χαιρετήσω κι αν σ ήβρεν εις την εκκλησιά, να μην την λειτουργήσω _Μάνα: λειτούργα τσ εκκλησιές, Χαιρέτα τσι γειτόνους μα μένα μ' ήβρε ο Χάροντας τσ αγάπης μου την πόρτα 

" Κάλεσμα κάνει ο Κωνσταντής το γάμον του να κάμει εννιά μέρες εζύμωνεν κι άλλες εννιά (ν) εκάλει στο ύστερό ντου κάλεσμα τ' απάντηξεν ο Χάρος . Αγάλι αγάλι Κωνσταντή και μην βαριοξοδιάζεις γιατί έχομε λογαριασμό....

Δυό άγγουροι συβουλεύουνταν στα τρία σκαλιά του νάδη 'κλεψαν του Χάρου τα κλειδιά να βγούνε στον απάνω κοράσιο τσοί παρακρατεί και τσοί παραχαϊδεύει. Αγγουροι: πάρετε κι εμέν εις τον απάνω κόσμο. Κόρη: βροντούν τα ρούχα σου συρίζουν τα μαλλιά σου χτυπά το φελοκάλυκο και θα μας σε γροικήσου. Ζώνομε το φουστάνι μου και κόβω τα μαλλιά μου βάνω το φελοκάλυκο εις τ' αναμπούκωμά μου. 

Τ' άκουσες Χάρε; οι γι' άνθρωποι σε τραγουδούνε Χάρε πολλά σου λένε μα και γώ να σε ρωτήξω λίγα και λίγα να μιλήσομε. Γιά πές μου αλήθεια Χάρε έχεις αισθήσεις έχεις καρδιά, έχεις αυτιά ν΄ακούσεις και τα τραγούδια των θνητών ανθρώπων μέσα στ' άλλα ; Είναι ευγενείς οι γι' άνθρωποι Χάροντα απέναντι σου γρίκησες πως σε τραγουδούν, ποθές δεν σ' εξυβρίζουν σπίτια πως κλείνεις μοναχά καρδιές το πως μαραίνεις κι επίθετα σου θέτουνε σαν χαροπονεμένοι.      Πόλεμο θέλουν κι οι νεκροί στον Άδη να σου κάνουν κι από τους ζωντανούς ζητούν μπαρούτια να τους πέψουν. Κι άλλοι σου κλέφτουν τα κλειδιά τ' άδη να βγουν απάνω, Κι αν έχεις λέει κι ανιψιές, να σ' έκανε άλλος μπάρμπα να του χαρίσεις την ζωή. Θά κάνεις χαριστήκια ; Τόσο σκληρός, τόσο άπονος, κι άκαρδος Χάρε πού σαι ;

Εκείνοι που πιστεύουνε την ύπαρξή σου Χάρε και που σε κράζουνε γοργά να πας για να τους πάρεις άσχετα πως μερκοί απ' αυτούς σε κράζου ανόρεξά τους και σ' έκραξαν κάποια στιγμή που σανε κουρασμένοι. Κάποιος : κατέχεις το παλιά, κι αυτός σ' ανακαλιόταν τα βάσανά 'χε βαρεθεί κι απελπισμένος ήτο γέροντας, και στην πλάτη του μ' ένα δεμάτι ξύλα κι ανάμεσής σε ποταμό με τούτα σ' ανακάλει.

" Πόσες φορές Χάροντα εγώ να σε καλέσω πρέπει για να μ' ακούσεις: δεν μ' ακούς; Πούσαι παντέρμε Χάρε !" _Νά του κι εσύ ολοσκότεινος κι ομπρός του ξεπεζεύεις. Να σ' απαλλάξω ως μου ζητάς τα βάσανα ήρθα γέρο! είσαι έτοιμος ; "Ναι Χάροντα είμαι έτοιμος και βιάσου. Σήκωσε εσύ τα ξύλα μου, και βούτα στο ποτάμι και πέρασέ τα αντίπερα, άφεις τα εκεί και φύγε μα γώ θα βγώ του ποταμού να τα ξανασηκώσω". 

Συντέκνοι και γινήκατε πάλι με κάποιον άλλο κι ο σύντεκνός σου, σου ζητά μιά χάρη να του κάνεις απείς και συντεκνιάσετε, και του την υποσχέθης, κι εζήτησε σου ο Σύντεκνος.Σύντεκνε , μη με πάρεις συντέκνοι μια και γίναμε , κι όλους τους άλλους πάρε". _Μά τέτοια χάρη σύντεκνε, δεν έχω ανθρώπου κάνει ! Δεν το μπορώ ! Τη χάρη αυτή δεν κάνω ουδέ σ' εσένα! μ' όσο κι αν εγινήκαμε σύντεκνοι και κουμπάροι κι ότι άλλο θέλεις ζήτα μου, και τότες ξιά μου εμένα. "Σύντεκνε μου υποσχέθηκες και δά στενοχωράς με. Σύντεκνε ! γιάντα σύντεκνε ; Κι ας κάνε μου μιαν άλλη Μαντάτεψε με πλιά μπροστά να κάμω ετοιμασία". _Μετά χαράς μου σύντεκνε! Από μαντάτα, ξια μου .

Και στου συντέκνου μιάν αυγή και σέρνει το κρεβάτι. _Σηκώσου σύντεκνε, ο καιρός ήρθε για να σε πάρω "Σύντεκνε , ήντάνε αυτά που λές ; Στ' αλήθεια με ξαφνιάζεις και πού 'ναι οι γι' υποσχέσεις σου που μού 'χες δώσει Χάρε που γύρεψα σου από πλιά πρίν για να με μαντατέψεις ετοιμασίες που 'θελα σύντεκνε για να κάνω , πού 'χω πολλά υποστατικά να τ' ακροσυμμαζέψω πού 'χω χωράφια και δεντρά κι αμπέλια και κουράδια κι' έχω σκυλιά κι έχω άλογα νοικοκυριά μεγάλα που θα τ' αφήσω να διαβώ και πράμα να μην πάρω γιάντα πασχούσα το μαθός ώστε να τ' αποχτήσω τίνος τ' αφήνω, και χωρίς να δώ μουδέ κιανένα να παραγγείλω και να πώ να μη μου τα ρημάξουν να σιάξω τις βαλίτσες μου να πάρω ότι ναι χρεία να πάρω και πολλά λεφτά ταξίδι αφού πηγαίνω χρόνους τα μάζωνα πολλούς να τά 'χω στο 'στερό μου να μην τ' αφήσω να τα βρουν να τα ξεσκιβαλήσουν. Σύντεκνε : Ιντά 'ναι ετσά δουλειά σήμερο που μου κάνεις κι εκόπιασες ξεκάρφωτος ;

" Σύντεκνε εμήνυσα σου! Πολλές φορές σου μήνυσα κι ξαναμήνυσα σου κι εγώ θαρρώ πως τα 'παιρνες και τα μηνύματά μου! _Σύντεκνε εγώ ; Με ποιόν και πως ; Πότε μου τα 'χες πέψει ; Σύντεκνε: επήγες στο γιατρό με πόνους στο στομάχι η μέση σου, τα πόδια σου, τα χέρια δεν πονούσαν ; πέτρες δεν σου 'ρθαν στα νεφρά κι επήγες να τις βγάλεις; κι άλλα πολλά και διάφορα, τα μάτια σου , τ' αυτιά σου που μόλις μόλις έβλεπες και διόλου δεν γρικούσες και στο κεφάλι σου σουβλές και πόνους δεν εγροίκας; Τέτοια 'ναι τα μηνύματα του Χάρου σύντεκνέ μου και πάψε τα υποστατικά και τα νοικοκυριά σου να λογαριάζεις σύντεκνε: και τα λεφτά που μέτρας , πάντα προτού να κοιμηθείς και καλοφύλαγές τα , μα πράμα δεν θα ξαναδείς , πράμα απ' αυτά δεν παίρνεις μα θα βρεθούνε άλλοι πολλοί που θα 'ναι γλεντιστάδες θα φάνε και θα δώσουνε και σ' άλλους για να φάσι και θα τα διαγουμίσουνε εις τ' άψε και στο σβήσε . 

 

Αετοφωλιές   Μαντατοφόρος   Οδύσσεια   Ιλιάδα   Ισίοδος   Μαθητής   Γιώργης   Τα Νέα μας  Ριζίτικα   Μαντινάδες   
Παρατσάφαρα του Γιώργη

 Home