Μούσες που τραγουδάτε
εσείς από την Πιερία
οπού με το τραγούδι σας
δοξάζετε τον Δία
τον εδικό σας κράξετε ,
για ελάτε , τον πάτερα
υμνώντας τον , οπού απ'
αυτόν θνητοί από πέρα ως πέρα
άλλοι απ' αυτούς ή
ξακουστοί γι' ασήμαντοι θα ν' είναι
ονομαστοί , για κι
άγνωστοι , στην βούληση του ως είναι .
O μέγας Δίας , π' εύκολα ,
δύναμη αυτός θα δώσει
κι εύκολα εκείνος τον
μικρόν θα τόνε ταπεινώσει
συντρίβει και τον
δυνατόν κι άσημον μεγαλώνει
και τον καμπούρη στένει
ορθό , κι εύκολα μαραζώνει
και τον καμαρωμένο
αυτός , Δίας , π' απ' τα ψηλάθια
βαριοβροντά , τα
υπέρτατα που κατοικεί παλάτια .
Οσο για μένα θα θελα
κάποιες αλήθειες τάχα
να πω στον Πέρση .
Εριδες , δεν είναι ένα μονάχα
Οι δυό Εριδες
είδος , πάνω στον κόσμο
αυτό , μα κι άλλη μιαν υπάρχει
πού θα παινέσει αυτή τη
μια , όποιος τη νιώσει αν λάχει
κατηγορία τσ΄ αλληνής
μονάχα θα της δώσει .
Οι δυό καρδιές τους
διαφορά π' αλλήλως έχουν τόση .
Διχόνοιες , και τον
πόλεμο τον μαύρο ανασκαλεύει
καταραμένη η μια ,
κανείς, θνητός δεν την λατρεύει
μ΄ανάγκη φέρνει το ή
βουλές έτσι το θέλουν πούνε
βουλές Θεών, και την
σκληρή την Εριδα τιμούνε .
Η μαύρη νύχτα όμως πλια
πριν, την άλλη επρωτογέννα
κι' ο Δίας που στην
ζυγαριά τα βάζει το καθ' ένα
από ψηλά που κατοικεί
εις στον αιθέρα , πιάνει
εις τα ριζώματα τις Γης
μέσα, και τη νε βάνει
πού συμφερότερο πολύ τσ'
ανθρώπους για να λάχει .
και τον ανάκαρον αυτή ,
δύναμη σπρώχνει νάχη
γιατ' όποιος βλέπει και
γρικά τον άλλον πως δουλεύει
και μ' όλα του τα δυνατά
π' οργώνει και φυτεύει
για βιος καλύτερο κι'
αυτός , να κάνει τη δουλειά του
νιώθει γιαμιάς. Κι' ο
γείτονας τον κάθε γείτονά του
που να πλουτίζει
βάνεται ζηλεύει του στους κόπους .
Τούτη 'ναι η γι 'γαθή
Εριδα αναμεσίς στ' ανθρώπους .
Ο λαηνάς , με λαηνά
τάχει κι' εκείνος βάλει
μάστορας με τον μάστορα
, φτωχός, φτωχό στην άλλη
π' όλο τονέ λοξοθωρεί ,
τον τραγουδάρη πλήθια
άλλος κι' αυτόν
τραγουδιστής . Μα ω! Πέρση , εσύ στα στήθια
ετούτα βάλε τα καλά ,
μέσα από την δουλειά σου
η γι' Εριδα η κακόχαρη
μην παίρνει τα μυαλά σου
τον άλλον
κρισοσέρνοντας να κάνεις αδικία
να τρουλαφιάς με τσ'
άρχοντες και δίκες , στην πλατεία .
Δεν έχει εκείνος τον
καιρόν ν' αδικοκρισοσέρνει ,
και για πλατείες που
σοδειά δεν έχει σωριασμένη
παραρκετή όλης της
χρονιάς , το σπίτι του γεμίσει
μ'εκείνο πού του δίνει η
Γης , κι' έχει έγκαιρα θερίσει
εις τον καιρό του, κι'
έκαμεν ανθρώπους για να πάρει
από τον κόρφο της της
Γης της Δήμητρας το στάρι .
Για τούτο γνοιάζου
μπόλικο μάζεψε πριν ταράξεις
έχθρες και
κρισοσέρματα κόπο αλλουνού ν' αρπάξεις .
Πού κι' ίδια εκεί κι'
άλλη φορά να ξανακάνεις να το ,
στο χέρι σου δεν θα' ναι
μπλιό. Ελα και κάτσε κάτω
να καθαρίσομε εδώ την
διαφορά με μία
δίκαια κρίση , απ' αυτές
ολόισια απ' τον Δία
πού 'χουνε βγει , οι
καλύτερες απ' όλες και για στάσου .
Και την κλερονομιά μας
πιά μοιράσαμε , δικά σου
πήρες πολλά , κι' άλλα
πολλά τ' άρπαξες μ' αδικίες
μπουχτίζοντας τους
άρχοντες με τις δωροδοκίες
π' ότι τους πάς τ'
αρπούσινε , κι' έτοιμοι πια' ναι εκείνοι
τότες για να δικάσουνε
μ' έτοια δικαιοσύνη !
Αμυαλοι ! που δεν
νιώθουνε πως από το περίσσιο
πολύ καλλιά 'ναι το μισό
για δεν χαλά το ίσιο
κι' ούτε η μολόχα μέσα
της κι' ασφέντιλος πιά γλύκα
κρύβουν τροφής : Γιατί η
ζωή τα θέλει , δεν τ' αφήκα
Ο μύθος της Πανδώρας
μόνον τα κρύψαν οι Θεοί,
για θα 'ταν ευκολία
αλλιώτικα: με μόνον
μιας ημέρας εργασία
σ' όλον τον χρόνο να 'κανες,
θα 'φτανε εκείνη μόνο
να μη δουλέψεις άλλο
πιά σ' ολόκληρο το χρόνο
να ζείς με δίχως άλλο
τις . Μια σου και δυό σου οπότες
πάνω απ' το τζάκι, στον
καπνό και το τιμόνι τότες
θα το κρεμούσες , κι' οι
δουλειές εις τα καματερά σου
ως και στα 'πομονετικά
μουλάρια τα δικά σου,
τέλος θα παίρναν. Μα
πάμε : σαν θόλωσε η ψυχή του
τα 'κρύψε ο Δίας στον
άνθρωπο απάνω στην οργή του
π'ο Προμηθέας με δόλιο
νου, τον είχε ξεγελάσει ,
γι' αυτό κι' ο Δίας
θλιβερά πάθια 'χει σχεδιάσει
για τους ανθρώπους , την
φωθιά κρύβει τους , μ' απ' την άλλη ,
του Ιαπετού ο τρισάξιος
γιος , στάθηκε εκείνος πάλι
όπου από τον βαθύβουλο
τότες κι αυτός τον Δία ,
για τους ανθρώπους την
φωθιάν έκλεψε πούχαν χρεία
τ' όργανο αυτό τον "πράμανθα",
κι' ο Δίας το μαντάτο
ο κεραυνοτοξευτητής ,
πράμα να νιώσει νάτο.
και τότε , αυτός τα
σύννεφα τσ' αιθέρες πού μαζώνει
ο Δίας του μιλεί μ' οργή
, λέει του και μαλώνει .....
Αετοφωλιές
Μαντατοφόρος Οδύσσεια
Ιλιάδα Μαθητής
Χάρος Γιώργης
Τα Νέα μας Ριζίτικα
Μαντινάδες
Παρατσάφαρα
του Γιώργη