Ο Πανα΄ι΄ρκώτης
1
Πανα΄ι'ρκώτη
με λαλούν τζι΄ούλλα τα μοναστήρκα
κάθε
γρονού γυρίζω τα, άμα έσσει πανα΄ί΄ρκα
2
Πάω
που μιά μέραν ομπρός την τέντα μου να στήσω
να
τα΄χω ούλλα έτοιμα τζειαμέ γιά ν΄αρκινήσω
3
Πέρνω
καμπόσα πορικά, παστέλλι τζαί σουτζούκκο
του
σταφυλιού την μυρωθκιάν έσσει σε κάθε
βούκκο
4
Πέρνω
τζαί φρούτα κάμποσα, ότι έσσει το μαξούλι
εν
μυρωδάτα, δροσερά τζαί τα γυρεύκουν ούλοι
5
Εχω
καρύθκια του γλυκού, που θέλουν οι κοπέλλες
έχω
τζαί σισαμόπιττες, έχω τζαί μαραπέλλες
6
Η
τσαμαρέλλα μου εν καλή, πουλώ τζαί
σσοιρομέρκα
έν
καμωμένα γνήσια από τα δκυό μου σσιέρκα
7
Άμμαν
τελειλώσει η λουτουρκά, άμαν
πολουτουρκήσουν
ούλλοι
που μέσ΄την εκκλησιάν, κοντά μου εν να
βουρήσουν
8
Ξέρουν
πώς ότι θέλουσιν, εν νάβρουν να βοράσουν
γνήσιον
πράμα τζαί φτηνό που μέναν εν να πιάσουν
9
Άμαν
εν καλοπουλησιά τζαί πουληθούσιν ούλλα
οι
λίρες πού εσύναξα, γεμώννουν μιά σακκούλλα
10
Συνάω
τζαί την τέντα μου που μέσ΄το μοναστήρι
πάω
έσσω μου τζαί σάζουμαι γιά άλλο πανα΄ί΄ρι.
Μάμας