Ο Χάρος
1
Ο
Χάρος
εστολίστηκε,
βάλλει τη
φορεσσιά του
στέκει
ομπρός που το
γιαλλί, να δεί
τζαί την οσσιάν
του
2
Πιάννει
τζαί το γρουσό
σπαθί τζαί
σάζετε να πάει
να
δώκει μέσ΄τες
γειτωνιές,
τζι΄άλλες
ψυσσιές να φάει
3
Είδα
τον μέσ΄την
γειτωνιά που
έρκετουν κοντά
μου
τζαί
είπεν μου γιά
λλόου σου έσασα
τ΄άρματα μου
4
Λαλώ
του φήε που
δαμέ πριχού με
φουτουνιάσεις
Έν
ήρτεν κόμα η
ώρα μου, εν θέλω
να με πιάσεις
5
Λαλεί
μου έντζεν ότι
πείς, εγιώνι
διατάζω
Εγιώνι
παίρνω τες
ψυσσιές τζαί
τούς αδρώπους
σφάζω
6
Λαλώ
του, όσα
πεθυμάς αν
θέλεις να σου
δώσω
τάσσω
του Χάρου
κάμποσα
πέρκιμον τζαί
γλυτώσω
7
Έχω
λαλεί μου
διαταγή, να σε
ποτζεφαλίσω
τζι΄εν
ηπορώ που
δαχαμέ να φύω
να σ΄αφήσω
8
Φακκά
μου μιά με το
σπαθί, κόφκει
την τζεφαλή μου
σκωτώνει
με τον γέρημο
τζαί παίρνει
την ψυσσή μου
9
Ο
Χάρος άμα
καταιβεί
ψυσσιές γιά να
αρπάξει
έν
του γλιτώνει
άδρωπος ότι
τζαί να του
τάξει
Μάμας