Στις αρχές και μέχρι τα μισά του περασμένου πια αιώνα, το θέατρο αποτέλεσε μια μάλλον αγαπημένη ασχολία των Φαναριωτών. Όπως προκύπτει από μαρτυρίες παλιότερων, αλλά και έγγραφες πηγές, στο Φανάρι παίχτηκαν διάφορα έργα με μεγάλη επιτυχία, στα οποία  έπαιρναν μέρος οι Φαναριώτες  κι έχουν μείνει στην ιστορία λαμπρές παραστάσεις με καταπληκτικές ερμηνείες ρόλων. Μάλιστα για την παράσταση του "Πανάρατου" υπήρξε ιδιαίτερη μελέτη και αναφορά από την Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη, μέλους του Κέντρου Έρευνας της ελληνικής λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο "Θεατρική παράσταση λαϊκής διασκευής της Ερωφίλης στο Φανάρι Καρδίτσας", δημοσιευμένη στα Θεσσαλικά Χρονικά (Τόμος ΙΓ, 1980).

    Μία  γραπτή μαρτυρία για το έργο αυτό που παίχτηκε στις αρχές του αιώνα στο Φανάρι,  υπάρχει από τον Χρ. Τσαντίκο, δημοσιευμένη το 1969, κι έχει ως εξής:

    " ... Ποιος δεν θυμάται, οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα — γύρω στο 1917 με 1918 περίπου τον πάταγο πούκανε το παίξιμο εις το ύπαιθρον του Πανάρατου. Ήταν μια τόσον τέλεια παρουσίασι του ομωνύμου έργου, που απορεί ο καθένας τώρα, πώς τότε με τις δύσκολες συνθήκες είχε κατορθωθή αυτό. θ' αναφέρω εδώ ιδιαίτερα, πώς τα κοστούμια και τα άλλα εξαρτήματα των ηθοποιών δεν τα ξαναείδα ούτε στα σημερινά χρόνια του άφθαστου πολιτισμού στα θέατρα της Αθήνας και στο Βασιλικό ακόμη, το θέατρο της φαντασμαγορίας. Να γιατί, αναπολώντας αυτά ο καθένας μας, αισθάνεται να φουσκώνη το στήθος του από υπερήφανεια.

    Το έργο «Πανάρατος» είναι λαϊκή διασκευή της περίφημης τραγωδίας «Ερωφίλη» του Γιώργου Χορτάτζη, του καταγομένου από το Ρέθυμνον Κρήτης, ο οποίος φέρεται, ότι έζησε κι έγραψε το έργον του στις αρχές του 17ου αιώνος, δηλαδή γύρω στα 1600 μ. Χ. Αναφέρεται στον Βασιλιά της Αιγύπτου Φιλόγονον, ο οποίος εφόνευσε με τα ίδια του τα χέρια τον Στρατηγόν του Πανάρατον (ή, κατά τα ορθότερον, Πανάρετον), επειδή εκείνος έκανε κρυφά τον γάμον με την Βασιλοπούλα, πού αγαπούσε παράφορα και που ο Βασιληάς ήθελε να παντρέψη με ένα από τους δυο Βασιληάδες της Περσίας και της Ανατολής.

    Σημασία έχει ποιοί και πώς έπαιξαν τον Πανάρατον, που άφησε την πιο δυνατή ανάμνησι. Ό Σωτήρης Σιώμος ήταν ό Βασιληας. Ντυμένος με την περίφημη επίσημη στολή του άλλοτε λοχαγού του ιππικού και αξέχαστου Θρασύβουλου Κατσάρου, με προσωπίδα σεβάσμιας μορφής, με εξαίρετο ομοίωμα στέμματος στο κεφάλι και με την απαστράπτουσα σπάθαν του σκορπούσε ρίγη συγκινήσεως και μεγαλείου, καθώς βροντοφωνούσε «Ώ γηρατειά μου, μα την αλήθεια...». Εξαίρετος ήταν ο Απόστολος Τίγγελης ατό ρόλο της Βασιλοπούλας. Πολύ καλός ως Πανάρετος ο Κώστας Οικονόμου ή Φραγκοράφτης, Άριστοι ό Αριστείδης Παπαϊωάννου ως Σύμβουλος και ο Γεώργιος Βαϊου Σαβάλας ως Στρατηγός. Καρποφόρος ό Γιώργος Παλαιόπουλος και Στραττιώται του Βασιλέως ο Κώστας Βλάχας και ο Κώστας Κατσιάκης. Άφθαστος ήταν ο Σεραφείμ Πολύζος ως Χάρος και εξαίρετος ο Θωμάς Πάντος ως Τρισκατάρατος. Καί των δύο τούτων αίι ενδυμασίαι ήσαν απίστευτα επιτιμημένες. Ολοκόκκινη του πρώτου με παντελόνι εφαρμοστό σαν καλτσόν. Στό πλάι μεγαλόπρεπα κόκκινα φτερά, πού έφεραν μικρά χρυσά κουδουνάκια, άφηναν ένα παγερό στοιχειωμένο θόρυβο σε κάθε κίνησι του Χάρου. Ολόμαυρη του δευτέρου πού προκαλούσε τον τρόμο.

    Φέρνει και τώρα απορία, πώς όλοι αυτοί έκαναν ή βρήκαν και φόρεσαν καταπληκτικές στολές, που άστραφταν κάτω από φανταχτερές περικεφαλαίες ή που γοήτευσαν με σπάνια κεντήματα. Καθώς μαθαίνω, η μητέρα του Προέδρου μας ή αξέχαστη Βασίλαινα Βαμπούλη) είχε ξετρυπώσει από το αρχοντικό της μια βαρύτιμη στολή, τών παλαιών χρόνων και την παρέδωσε για τις παραστάσεις ενώ ο Κώστας Παπαβασιλείου είχε προσφέρει τη στολή του γιου του Βασίλη, γιατρού στη Βοστόνη, αυτή που είχε εκείνος, όταν κάποτε ήταν στα λημέρια του Παύλου Μελά...".

                                                                                                                                                                     

    Στη συνέχεια και στη δεκαετία του 1930 παρουσιάστηκαν τα έργα "Η Γκόλφω", η "Εσμέ" (φωτογραφία αριστερά) και "η σκλάβα" του Περεσιάδη, ο "Αθ. Διάκος" του Λ. Μελά και πιθανότατα "η Ωραία του Πέραν", ενώ το 1940 παίχτηκε το έργο του Ρώτα "Να ζει το Μεσολόγγι".

    Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο, όταν με άλλους πια συντελεστές αναβίωσαν τα προαναφερθέντα θεατρικά έργα και συνεχίστηκαν μέχρι τη δεκαετία του '60.

    Οι παραστάσεις που αρχικά οφείλονταν σε πρωτοβουλία της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Φαναρίου, δίνονταν  στην πλατεία του χωριού, όπου στήνονταν η σκηνή την οποία στόλιζαν με διάφορα χράμια και πανιά.