«… Το 1881 με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας οι τετρακόσιες τούρκικες οικογένειες που απέμειναν, έφυγαν τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους για το Βόλο με κάρα από τον Κόμπελο του Φαναριού που νοίκιασαν, αφού αξιοποίησαν τις περιουσίες τους, κινητές και ακίνητες, και το Φανάρι έγινε πλέον ελεύθερο. Έμεινε μόνο ένας τούρκος ο Σεήν Αγάς με τη γυναίκα του Φατιμέ. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να φύγει παρά την επιμονή και τις πιέσεις των παδιιών του, των συγγενών και ομοφύλων του.

Ο Σεήν Αγάς, ήταν ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με μεγάλη λευκή γενειάδα ηλικίας 75 - 80 ετών. Ένας άνθρωπος, αγαθός, λογικός που σέβονταν και εκτιμούσαν όλοι οι κάτοικοι, τούρκοι και έλληνες. Τόσο πολύ αγαπούσε του Φανάρι που γεννήθηκε και έζησε, που με κανέναν τρόπο δεν δεχόταν να το αποχωριστεί. Είχε φιλίες με όλους και με τον επίσκοπο Φαναριού Ιλαρίωνα, ο οποίος τον κατηχούσε στο Χριστιανισμό και αυτόν και τη γυναίκα του και επρόκειτο σε λίγο χρονικό διάστημα να βαπτισθούν. Η περιουσία του ήταν μικρή. Τον κρατούσε η αγάπη για την γενέθλια γη του ήταν αδύνατο να αποχωριστεί.

Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α' επισκέφτηκε το Φανάρι μετά την απελευθέρωση του, στο δείπνο που παρέθεσε ο Επίσκοπος Ιλαρίων, προσεκλήθη και ο Σεήν, μάλιστα κατά τη διάρκεια του δείπνου συνομίλησαν αρκετή ώρα με το βασιλιά όπως μας γνωρίζει ο συγγραφέας της εποχής Γ. Σωτήρης.

Μια μέρα, την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου 1881 ο Σεήν που έμενε στο σημερινό σπίτι μου που έζησα και γεννήθηκα, στο Φανάρι, πήρε το μπαστούνι και την τσάντα του και κατά τις 10 π.μ. βγήκε από το σπίτι του και πήγε στη λαϊκή αγορά να ψωνίσει, που γινόταν στη σημερινή πλατεία του χωριού. Εκεί ερχόταν πωλητές από τα γύρω και μάκρυνα χωριά, παραγωγοί με τα ζώα τους και πωλούσαν δημητριακά, όσπρια λαχανικά, ζώα μικρά και μεγάλα, πουλερικά, κτηνοτροφικά προϊόντα, και όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή μιας οικογένειας. Πολύ μεγάλη λαϊκή αγορά, Εύρισκες ό,τι ήθελε ακόμα και υφάσματα και ψιλικά από εμπόρους Εβραίους των Τρικάλων.

Ο Σεήν Αγάς, αφού ψώνισε ό,τι χρειαζόταν, μετά πήγε να αγοράσει και κρέας από το κρεοπωλείο του Ν. Μαργαρίτη, που βρισκόταν κοντά στο καφενείο του Γιάννη Μπάστου, πίσω από την εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Ο Γιάννης Μπάστος ήταν ένας πανύψηλος άντρας με αδρά χαρακτηριστικά και με όψη αγριωπή. Μόλις είδε τον Σεήν να αγοράζει κρέας το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Είδε τον Σεήν, που πήρε το κρέας στο χέρι του και ετοιμαζόταν να φύγει, πετάχτηκε από το καφενείο του, άρπαξε από τα χέρια του, το βρόντησε κάτω και το ποδοπάτησε. Ύστερα έδωσε μερικές κλωτσιές στο Σεήν και τον πέταξε κάτω στο έδαφος βρίζοντας. «Αγαρινέ, άπιστε, κακούργε, σόι ληστών και εγκληματιών, 461 χρόνια μας βασανίσατε, δολοφόνοι του Φαναρίου και της περιοχής, Μας σκοτώσατε, μας λεηλατήσατε μας στερήσατε ό,τι πολύτιμον υπάρχει, την ελευθερία. Όλοι οι ομόθρησκοι σου, το σόι σου, οι Σεήνηδες μας δίκαζαν καθημερινά. Φύγε, κακούργε να μην ξαναπατήσεις στην αγορά. Έμεινες εδώ για να μας μολύνεις...».

Μαζεύτηκε γύρω πολύς κόσμος. Μάταια οι παρευρισκόμενοι προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Ήταν έξαλλος, γιατί προ ετών είχε γίνει ένα έγκλημα σε βάρος ενός μέλους της οικογένειας του. Σήκωσαν τον Σεήν από το έδαφος, πήραν τα πράγματα του και τον πήγαν στο σπίτι του. Ήταν ένα γεροντάκι αξιολύπητο. Η γυναίκα του μόλις τον είδε άρχισε τα κλάματα. Μαζεύτηκε η γειτονιά να την παρηγορήσει. Κανένας δεν έδινε δίκαιο στον Γ. Μπάστο. Την άλλη μέρα ο Σεήν πέθανε περισσότερο από τη λύπη του. Όλο το χωριό στεναχωρήθηκε απ' αυτό το περιστατικό. Ήταν ένας γέρος σεβαστός, φιλήσυχος, πράος, δεν έκανε ποτέ σε κανένα κακό, σε αντίθεση με τους συγγενείς του, που δίκαζαν και καταδίκαζαν και αθώους στο δικαστήριο, που λειτουργούσε συνεχώς και βρισκόταν στο σπίτι μου απέναντι ακριβώς, εκεί όπου σήμερα υπάρχει το σπίτι των κληρονόμων Δημητρίου και Ευθυμίου Παπαβασιλείου. Τον μετέφεραν στο Τζαμί. Ήταν εκεί ακριβώς που είναι σήμερα χτισμένο το σπίτι του Δ. Μούντζια και που το θυμήθηκα όταν ήμουνα μικρός. Στα ίδια θεμέλια και το ίδιο πέτρινο υλικό.

Την άλλη μέρα τον έθαψαν στον τούρκικο νεκροταφείο, που βρίσκονταν κοντά στο τζαμί, στον σημερινό κήπο του Απ. Πλατή, απέναντι από τη μεγάλη βρύση του Μουλά-Μπραΐμ, που επίσης ενθυμούμαι. Στην ταφή παραβρέθηκαν πολλοί κάτοικοι και ο επίσκοπος Ιλαρίων που τους κατηχούσε και σε λίγες μέρες θα βαφτίζονταν ο Σεήν και η γυναίκα του. Του διάβασε μάλιστα και τη νεκρώσιμη ακολουθία. Στην ταφή ήταν και η άγαμη αδερφή του Ιλαρίωνα. Ευδοξία, που φρόντισε για τη γυναίκα του Σεήν, την βοήθησε να πάει στο Βόλο και από εκεί για τη Σμύρνη να συναντήσει τους δικούς της…».

                                                                                

                                                                               Του Κώστα Α. Βερίλλη