Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

 

The Conquest of Bread - Κεφάλαιο 9ο

[ Αρχική | Περιεχόμενα | Post ]

Μετάφραση του/της Canis Familiaris.

Η Ανάγκη για Πολυτέλεια

I

Ο άνθρωπος, βέβαια, δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό ζωής το φαγητό, το ποτό και την εξασφάλιση καταφυγίου. Αμέσως μόλις οι υλικές του ανάγκες θα έχουν εξασφαλιστεί, άλλες ανάγκες, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, θα  ξεπηδήσουν επιτακτικές στο προσκήνιο. Οι στόχοι ζωής ποικίλουν από άτομο σε άτομο, κι όσο περισσότερο εκπολιτίζεται η κοινωνία, τόσο η ατομικότητα θ’ αναπτύσσεται κι οι επιθυμίες θα γίνονται όλο και πιο ποικιλόμορφες.

Ακόμη και σήμερα βλέπουμε άνδρες και γυναίκες να στερούνται τ’ απαραίτητα για ν’ αποκτήσουν πράγματα δευτερεύουσας σημασίας, για να γευτούν κάποια ειδική ικανοποίηση, ή κάποια πνευματική ή υλική απόλαυση. Ο Χριστιανός ή ο ασκητής μπορεί να επικρίνουν τέτοιες επιθυμίες για πολυτέλεια, μα είναι ακριβώς αυτά τα πράγματα δευτερεύουσας σημασίας που σπάνε την μονοτονία της ύπαρξης και την κάνουν ευχάριστη. Θα ήταν, αλήθεια, η ζωή, μ’ όλες τις αναπόφευκτες λύπες της, άξια να τη ζήσει κανείς, αν, δίπλα στην καθημερινή εργασία, δεν μπορούσε να γευτεί έστω και μια απόλαυση σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες;

Εάν επιθυμούμε την Κοινωνική Επανάσταση, το κάνουμε, χωρίς αμφιβολία, καταρχήν για να δώσουμε ψωμί σε όλους, για να μεταμορφώσουμε αυτήν την καταραμένη κοινωνία, όπου καθημερινά βλέπουμε θαλερούς εργάτες άπραγους, μ’ άδεια χέρια, ελλείψει του εργοδότη που θα τους εκμεταλλευτεί, γυναίκες και παιδιά να περιφέρονται άστεγοι μέσα στη νύχτα, ολόκληρες οικογένειες καταδικασμένες να τρέφονται μονάχα με ξερό ψωμί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν από έλλειψη περίθαλψης, ακόμα κι από έλλειψη τροφής. Εάν εξεγειρόμαστε, είναι για να βάλουμε τέλος σ’ αυτές τις φαυλότητες.

Μα περιμένουμε ακόμη περισσότερα απ’ την Επανάσταση. Βλέπουμε πως ο εργάτης που υποχρεώνεται ν’ αγωνιστεί επίπονα απλά και μόνο για την ύπαρξή του, καταδικάζεται στην άγνοια εκείνων των υψηλότερων απολαύσεων, των ανώτατων απολαύσεων που μπορεί να γευτεί ο άνθρωπος: Της επιστήμης, κι ειδικά της επιστημονικής ανακάλυψης, της τέχνης, κι ειδικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι για να παρέχει σ’ όλους αυτές τις χαρές που τώρα προορίζονται αποκλειστικά για λίγους, για να δώσει σχόλη και την δυνατότητα ανάπτυξης πνευματικών ικανοτήτων,  που η Κοινωνική Επανάσταση οφείλει να εγγυηθεί το καθημερινό ψωμί σε όλους. Μετά την εξασφάλιση του ψωμιού, η σχόλη θα ‘ναι ο κύριος στόχος.  

Χωρίς αμφιβολία, σήμερα που εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπων στερούνται το ψωμί, το κάρβουνο, το ρουχισμό και τη στέγη, η σχόλη είναι αδίκημα, ανάγκη που για να ικανοποιηθεί πρέπει να μείνει χωρίς ψωμί το παιδί του εργάτη! Όμως σε μια κοινωνία όπου όλοι θα μπορούν να τρέφονται επαρκώς, ανάγκες τις οποίες σήμερα θεωρούμε πολυτέλειες θα είναι αισθητές ακόμα πιο επιτακτικά. Κι αφού οι άνθρωποι δεν είναι, και δεν θα μπορούσαν να είναι όμοιοι ο ένας με τον άλλον (η ποικιλία προτιμήσεων κι αναγκών είναι η κύρια εγγύηση ανθρώπινης προόδου), πάντοτε θα υπάρχουν, και πρέπει να υπάρχουν, άνδρες και γυναίκες των οποίων οι επιθυμίες προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση υπερβαίνουν εκείνες των άλλων, συνηθισμένων ατόμων.

Δεν χρειάζεται ο καθένας ένα τηλεσκόπιο, γιατί, ακόμη κι αν η μάθηση ήταν γενική, υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν να εξετάζουν αντικείμενα μ’ ένα μικροσκόπιο απ’ το να ερευνούν το έναστρο στερέωμα. Σε κάποιους αρέσουν τ’ αγάλματα, σ’ άλλους οι εικόνες. Κάποιος δεν έχει άλλη φιλοδοξία παρά ν’ αποκτήσει ένα εξαίρετο πιάνο, ενώ κάποιος άλλος ικανοποιείται  μ’ ένα ακορντεόν. Οι προτιμήσεις ποικίλουν, μα οι καλλιτεχνικές ανάγκες υπάρχουν σ’ όλους μας. Στην παρούσα, δύστυχη καπιταλιστική μας κοινωνία, ο άνθρωπος που έχει καλλιτεχνικές ανάγκες δεν μπορεί να τις ικανοποιήσει παρεκτός κι αν είναι κληρονόμος κάποιας μεγάλης περιουσίας, ή αν μετά από σκληρή δουλειά κατορθώσει ν’ αποκτήσει πνευματικό κεφάλαιο που θα του επιτρέψει ν’ ακολουθήσει κάποιο ελεύθερο επάγγελμα. Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα ικανοποιήσει, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, τις ορέξεις του. Για αυτό κι επικρίνει τις ιδεαλιστικές Κομμουνιστικές κοινωνίες με το επιχείρημα πως στοχεύουν αποκλειστικά στον υλικό βίο του ατόμου. «Στα κοινοτικά σας καταστήματα μπορεί να έχετε ψωμί για όλους», μας λέει, «αλλά δεν θα ‘χετε όμορφους πίνακες, οπτικά όργανα, πολυτελή έπιπλα, περίτεχνα κοσμήματα, με λίγα λόγια, όλα εκείνα τ’ αντικείμενα που υπηρετούν την απέραντη ποικιλία του ανθρώπινου γούστου. Κι έτσι ακυρώνετε την δυνατότητα ν’ αποκτηθεί οτιδήποτε πέρα απ’ το ψωμί και το φαγητό που η κοινότητα μπορεί να προσφέρει σε όλους, και απ’ το γκρίζο λινό με το οποίο θα ντύνονται όλες οι κυρίες-πολίτες σας».       

Αυτές είναι αντιρρήσεις που κάθε κομμουνιστικό σύστημα οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν,  κι οι οποίες δεν έγιναν ποτέ κατανοητές απ’ τους ιδρυτές νέων κοινοτήτων στις αμερικανικές ερήμους[1]. Οι τελευταίοι πίστευαν πως, αν η κοινότητα θα ήταν σε θέση να φτιάξει αρκετό ύφασμα για να ντύσει όλα της τα μέλη, θ’ αρκούσε μια αίθουσα μουσικής όπου οι «αδελφοί» θα μπορούσαν να γρατζουνήσουν ένα μουσικό κομμάτι, ή ν’ ανεβάσουν που και που μια θεατρική παράσταση. Λησμόνησαν πως το καλλιτεχνικό αισθητήριο υπήρχε στον γεωργό όπως και στον κάτοικο της πόλης, και, όσο κι αν η έκφραση του καλλιτεχνικού αισθητηρίου ποικίλει ανάλογα με  πολιτιστικές διαφορές, το τελευταίο παραμένει, στα βασικά σημεία του, το ίδιο. Μάταια η κοινότητα εγγυήθηκε τις κοινές βιοτικές ανάγκες, μάταια κατέστειλε κάθε εκπαίδευση που θα έτεινε ν’ αναπτύξει την ατομικότητα, μάταια εξοβέλισε κάθε ανάγνωσμα εκτός απ’ την Βίβλο. Ατομικές προτιμήσεις ήρθαν στο προσκήνιο και οδήγησαν σε γενική δυσαρέσκεια. Καυγάδες ξέσπασαν όταν κάποιος πρότεινε ν’ αγοραστεί ένα πιάνο ή ένα επιστημονικό όργανο. Τα προοδευτικά στοιχεία αναδιπλώθηκαν. Η κοινότητα μπορούσε να διατηρηθεί στη ζωή μόνο υπό τον όρο πως θα συνέθλιβε κάθε ατομικό αίσθημα, κάθε καλλιτεχνική τάση και κάθε ανάπτυξη.      

Θα σπρωχτεί, άραγε, η αναρχική Κοινότητα προς την ίδια κατεύθυνση; Και βέβαια όχι, εφόσον κατανοήσει πως, μαζί με την παραγωγή όλων των απαραίτητων για τον υλικό βίο, οφείλει επίσης ν’ αγωνιστεί και για την ικανοποίηση όλων των εκδηλώσεων του ανθρώπινου πνεύματος. 

II

Ειλικρινά ομολογούμε πως όταν σκεφτόμαστε την άβυσσο ένδειας και μαρτυρίου που μας περιβάλλει, όταν ακούμε την σπαραξικάρδια κραυγή του εργάτη που πλανιέται στους δρόμους ζητιανεύοντας δουλειά, είμαστε απρόθυμοι να συζητήσουμε το ερώτημα ‘πως θα ενεργήσουν οι άνθρωποι σε μια κοινωνία της οποίας τα μέλη τρέφονται επαρκώς, ώστε να ικανοποιήσουν κάποια άτομα που θα επιθυμούν να κατέχουν ένα κομμάτι πορσελάνης Σεβρών ή ένα βελούδινο φόρεμα;’.

Μπαίνουμε στον πειρασμό ν’ απαντήσουμε: ’Ας σιγουρέψουμε πρώτα το ψωμί κι ύστερα φροντίζουμε για πορσελάνες και βελούδα’.

Μα εφόσον οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως ο άνθρωπος έχει κι άλλες ανάγκες πέρα απ’ το φαγητό, κι αφού το πλεονέκτημα της Αναρχίας έγκειται ακριβώς στ’ ότι κατανοεί όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες κι όλα τα πάθη, χωρίς ν’ αγνοεί τίποτε, θα εξηγήσουμε, με λίγα λόγια, πως ο άνθρωπος μπορεί να μηχανευτεί την ικανοποίηση όλων των πνευματικών και καλλιτεχνικών του αναγκών.

Έχουμε ήδη αναφέρει πως, εργαζόμενος 4 ή 5 ώρες την ημέρα μέχρι την ηλικία των σαράντα πέντε ή πενήντα, ο άνθρωπος θα μπορούσε εύκολα να παράγει όλα τ’ απαραίτητα για την εγγύηση της ευμάρειας για όλη την κοινωνία.  

Μα η  ημερήσια δουλειά κάποιου συνηθισμένου στο μόχθο δεν απαρτίζεται από 5 ώρες. Είναι μια μέρα των 10 ωρών για 300 ημέρες το χρόνο και διαρκεί για όλη του την ζωή. Φυσικά, όταν ο άνθρωπος είναι ζεμένος σε μια μηχανή η υγεία του σύντομα υπονομεύεται κι η διάνοιά του αμβλύνεται. Μα όταν έχει τη δυνατότητα ποικίλων ασχολιών, κι ειδικά την δυνατότητα της εναλλαγής μεταξύ χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας, μπορεί να παραμείνει απασχολημένος χωρίς κόπωση, ακόμη και μ’ ευχαρίστηση, για 10 με 12 ώρες την ημέρα. Συνεπώς, κάποιος που θα έχει εκτελέσει 4 με 5 ώρες χειρωνακτικής εργασίας απαραίτητης για την επιβίωσή του θα έχει στη διάθεσή του άλλες 5 ή 6 ώρες, τις οποίες θα θελήσει να καλύψει σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Κι αυτές οι 5 ή 6 ώρες την ημέρα θα τον καταστήσουν απολύτως ικανό να παρέχει στον εαυτό του, συνεταιριζόμενος και μ’ άλλους, όλα όσα επιθυμεί,  πέρα απ’ τα αναγκαία, τα εξασφαλισμένα για όλους.

Πρώτα θα εκτελεί το καθήκον του στο χωράφι, στο εργοστάσιο, κλπ., το οποίο οφείλει στην κοινωνία ως συμβολή του στην γενική παραγωγή. Και θ’ αξιοποιεί το δεύτερο μισό της ημέρας, της εβδομάδας, ή του έτους του για να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ανάγκες του, ή τα χόμπι του.    

Χιλιάδες σύλλογοι θα ξεπηδήσουν για να ικανοποιήσουν κάθε προτίμηση γούστο και κάθε πιθανή όρεξη. Κάποιοι, για παράδειγμα, θ’ αφιερώνουν τις ώρες σχόλης τους στην λογοτεχνία. Θα σχηματίσουν, λοιπόν ομάδες που θα περιλαμβάνουν συγγραφείς, στοιχειοθέτες, τυπογράφους, χαράκτες, σχεδιαστές, που όλοι θ’ ακολουθούν έναν κοινό στόχο, την διάδοση των ιδεών που τους είναι αγαπητές.

Σήμερα ο συγγραφέας ξέρει πως υπάρχει ένα υποζύγιο, ο εργάτης, στον οποίο, για λίγα σελίνια την ημέρα, μπορεί να εμπιστευτεί την εκτύπωση των βιβλίων του. Ελάχιστα ενδιαφέρεται, όμως, να μάθει έστω και πως μοιάζει ένα τυπογραφείο. Κι αν ο στοιχειοθέτης υποφέρει από μολυβδίαση, κι αν το παιδί που φροντίζει την μηχανή πεθάνει από αναιμία, μήπως και δεν υπάρχουν άλλοι φτωχοί κι εξαθλιωμένοι να τους αντικαταστήσουν;  

Μα όταν δεν θα υπάρχουν πια πεινασμένοι έτοιμοι να πουλήσουν το μόχθο τους για ένα ξεροκόμματο, όταν ο εργάτης, που σήμερα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, θα ‘χει μόρφωση και τις δικές του ιδέες να εκφράσει με μελάνι στο χαρτί και να τις διαδώσει στους άλλους, τότε οι συγγραφείς κι οι επιστήμονες θα είναι αναγκασμένοι να συνεργάζονται μεταξύ τους και με τους τυπογράφους για να εκδώσουν την πρόζα τους και την ποίησή τους.

Όσο οι άνθρωποι θεωρούν τη σκληρή και χειρωνακτική εργασία σημάδι κατωτερότητας, το θέαμα ενός συγγραφέα να στοιχειοθετεί το δικό του βιβλίο θα τους φαίνεται αλλόκοτο. Δεν έχει άλλωστε το γυμναστήριο ή τα σπορ γι αναψυχή; Μα όταν το όνειδος που συνδέεται με την χειρωνακτική εργασία θα ‘χει εξαφανιστεί, όταν όλοι θα πρέπει να εργάζονται με τα χέρια τους, τότε δεν θα βρίσκεται κανείς να στοιχειοθετήσει το βιβλίο τους για λογαριασμό τους. Τότε οι συγγραφείς, όπως κι οι θαυμαστές τους, γρήγορα θα μάθουν την τέχνη του χειρισμού των στοιχειοθετικών ράβδων και των ψηφίων, θα γευτούν την ικανοποίηση της συνεύρεσης όλων των θαυμαστών του προς εκτύπωση έργου, για να προετοιμάσουν τα τυπογραφικά στοιχεία, να συνθέσουν τις σελίδες, να συνοδεύσουν το έργο, μες στην παρθενική του αγνότητα, στο τυπογραφείο. Αυτές οι υπέροχες μηχανές, όργανα βασανιστηρίων για το παιδί που τις δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, θα γίνουν πηγή απόλαυσης για εκείνους που θα τις χρησιμοποιούν για να δώσουν φωνή στις σκέψεις του αγαπημένου τους συγγραφέα.

Θα βγει απ’ αυτό χαμένη η λογοτεχνία; Ο ποιητής θα ‘ναι λιγότερο ποιητής όταν θα ‘χει δουλέψει στην ύπαιθρο ή θα χει συμβάλει με  τα χέρια του στην αναπαραγωγή της δουλειάς του; Θα χάσει ο πεζογράφος τη γνώση του περί της ανθρώπινης φύσης όταν θα ‘χει σχετιστεί στενά με τους συνανθρώπους του στο δάσος ή στο εργοστάσιο, στην κατασκευή ενός δρόμου ή μιας σιδηροδρομικής γραμμής; Είναι δυνατόν να υπάρχουν περισσότερες από μία απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα;

Μπορεί κάποια βιβλία να είναι λιγότερο ογκώδη, μα τότε περισσότερα θα λέγονται σε λιγότερες σελίδες. Μπορεί να εκδίδονται λιγότερες σκουπιδοφυλλάδες, αλλά το έντυπο υλικό θα διαβάζεται με μεγαλύτερη προσοχή και θα εκτιμάται περισσότερο. Το βιβλίο θα προσελκύει έναν ευρύτερο κύκλο, περισσότερο μορφωμένων αναγνωστών, οι οποίοι θα είναι ικανότεροι να το κρίνουν. 

Επιπλέον, η τέχνη της τυπογραφίας που τόσο λίγο έχει προοδεύσει απ’ την εποχή του Γουτεμβέργιου, βρίσκεται ακόμα σ’ εμβρυακό στάδιο. Μπορεί σήμερα να χρειάζονται δύο ώρες για να στοιχειοθετηθεί κάτι που γράφεται σε δέκα λεπτά, όμως ταχύτερες μέθοδοι για τη διάδοση της σκέψης αναζητούνται και θ’ ανακαλυφτούν. 

Τι κρίμα που δεν πρέπει ο κάθε συγγραφέας να έχει μερίδιο στην εκτύπωση των έργων του! Τι προόδους δεν θα είχε ήδη κάνει η τυπογραφία! Δεν θα χρησιμοποιούσαμε ακόμη τα κινητά στοιχεία, όπως έκαναν στον δέκατο έβδομο αιώνα.

 

III

Είναι όνειρο να φανταζόμαστε μια κοινωνία όπου, αφού όλοι θα ‘χουν γίνει παραγωγοί, αφού όλοι θα ‘χουν δεχτεί την παιδεία που θα τους καθιστά ικανούς να καλλιεργήσουν την επιστήμη ή την τέχνη, κι αφού όλοι θα ‘χουν την απαιτούμενη σχόλη, οι άνθρωποι θα συνεταιρίζονται για να εκδώσουν τα έργα της επιλογής τους, συμβάλλοντας ο καθένας με το δικό του μερίδιο χειρωνακτικής εργασίας; Ήδη έχουμε εκατοντάδες επιστημονικές, λογοτεχνικές κι άλλες εταιρίες, κι αυτές δεν είναι άλλο παρά εθελοντικές ομάδες ανθρώπων που ενδιαφέρονται για συγκεκριμένους κλάδους της γνώσης και συνεταιρίζονται με σκοπό την διάδοση των έργων τους. Οι συγγραφείς που γράφουν για τα περιοδικά τέτοιων εταιριών δεν πληρώνονται και τα περιοδικά δεν είναι προς πώληση· αποστέλλονται δωρεάν σε κάθε σημείο της υδρογείου, σ’ άλλες εταιρίες που καλλιεργούν τους ίδιους γνωστικούς κλάδους. Το τάδε μέλος της εταιρίας μπορεί να περιλάβει στην επετηρίδα της μια μονοσέλιδη σύνοψη των παρατηρήσεών του, κάποιο άλλο μπορεί να δημοσιεύσει εκεί μια εκτενή εργασία, αποτέλεσμα πολύχρονης μελέτης, ενώ άλλοι θα περιοριστούν στο να την συμβουλευτούν ως αφετηρία περαιτέρω έρευνας. Όπως κι αν έχει, όλοι αυτοί οι συγγραφείς κι αναγνώστες συνεταιρίζονται για την παραγωγή έργων για τα οποία όλοι ενδιαφέρονται.      

Είναι αλήθεια πως, όπως κι ο ιδιώτης συγγραφέας, μια επιστημονική εταιρία απευθύνεται στο τυπογραφείο, όπου την εκτέλεση της εκτύπωσης αναλαμβάνουν εργάτες. Σήμερα, εκείνοι που ανήκουν σ’ επιστημονικές εταιρίες απεχθάνονται την χειρωνακτική εργασία, ή οποία, πράγματι, εκτελείται κάτω από πολύ κακές συνθήκες. Όμως μια κοινότητα που θα παρείχε μια γενναιόδωρη φιλοσοφική κι επιστημονική  παιδεία στα μέλη της θα γνώριζε πως να οργανώσει την χειρωνακτική εργασία έτσι ώστε η τελευταία να γίνει το καύχημα της ανθρωπότητας. Οι επιστημονικοί της σύλλογοι θα γίνονταν συνεταιρισμοί ερευνητών, εραστών της επιστήμης κι εργατών, όπου όλοι θα γνώριζαν ένα χειρωνακτικό επάγγελμα κι όλοι θα μοιράζονταν ένα κοινό ενδιαφέρον για την επιστήμη.    

Αν, για παράδειγμα, η εταιρία ασχολείται με την μελέτη της γεωλογίας, όλοι θα συμβάλουν στη έρευνα των στρωμάτων της γης. Το κάθε μέλος θα επωμίζεται το μερίδιό του στην έρευνα και δέκα χιλιάδες ερευνητές, εκεί που τώρα διαθέτουμε μόνο εκατό, θα καταφέρνουν σ’ έναν χρόνο περισσότερα απ’ ότι σήμερα καταφέρνουμε σε μια εικοσαετία. Κι όταν οι εργασίες τους πρόκειται να δημοσιευτούν, δέκα χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, ικανοί κι ικανές σε διάφορα επαγγέλματα, θα ‘ναι έτοιμοι να σχεδιάσουν χάρτες, να χαράξουν σχέδια, να συνθέσουν και να εκτυπώσουν τα βιβλία. Με τι χαρά θ’ αφιερώνουν τη σχόλη τους, το καλοκαίρι στην έρευνα υπαίθρου, το χειμώνα σ’ εργασίες εσωτερικού χώρου! Κι όταν τα έργα τους θα εμφανίζονται στην κυκλοφορία, θα βρίσουν όχι μονάχα εκατό, μα δέκα χιλιάδες αναγνώστες ενδιαφερόμενους για την κοινή τους δουλειά.

Αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία ήδη κινείται η πρόοδος. Ακόμη και στις μέρες μας, όταν η Αγγλία ένοιωσε την ανάγκη για ένα πλήρες λεξικό της Αγγλικής γλώσσας[2], δεν περίμενε την γέννηση ενός Λιτρέ[3] (Littrι) που θ’ αφιέρωνε τη ζωή του σ’ αυτό το έργο. Έγινε έκκληση εθελοντών, και χίλιοι άνθρωποι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, αυθόρμητα και χωρίς αμοιβή, για να  επελάσουν στις βιβλιοθήκες, να κρατήσουν σημειώσεις, και να ολοκληρώσουν σε λίγα χρόνια ένα έργο που ένας άνθρωπος θ’ αδυνατούσε να ολοκληρώσει στο διάστημα μιας ολόκληρης ζωής. Το ίδιο πνεύμα αναφύεται σ’ όλους τους κλάδους της ανθρώπινης διανοητικής δραστηριότητας. Η ιδέα μας για την ανθρωπότητα και θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη εάν δεν προβλέπαμε πως το μέλλον αυτοσυστήνεται μέσα απ’ αυτή την συνεργασία για την εκτέλεση ενός έργου, που σταδιακά αντικαθιστά την ατομική εργασία.

Για να ‘ταν αυτό το λεξικό έργο αληθινά συλλογικό, θα έπρεπε πολλοί εθελοντές συγγραφείς, τυπογράφοι και διορθωτές να είχαν εργαστεί από κοινού. Κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση γίνεται ήδη απ’ τον Σοσιαλιστικό Τύπο, ο ποίος μας προσφέρει  παραδείγματα συνδυασμού χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Συχνά στις εφημερίδες μας ένας Σοσιαλιστής αρθρογράφος συνθέτει το δικό του άρθρο προς εκτύπωση. Πράγματι, τέτοιες απόπειρες σπανίζουν, υποδεικνύουν, όμως, την κατεύθυνση της εξέλιξης.    

Δείχνουν το δρόμο προς την ελευθερία. Στο μέλλον, όταν κάποιος θα έχει κάτι χρήσιμο να πει, λέξεις που υπερβαίνουν τις σκέψεις του αιώνα του, δεν θα χρειάζεται να  ψάξει για κάποιον εκδότη ικανό να επενδύσει το απαραίτητο κεφάλαιο. Θα ψάξει για συνεργάτες μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν το τυπογραφικό επάγγελμα κι εγκρίνουν την ιδέα του νέου του έργου. Κι όλοι μαζί θα εκδώσουν το νέο βιβλίο ή την νέα εφημερίδα.

Η λογοτεχνία κι η δημοσιογραφία θα πάψουν να είναι μέσα κέρδους και βιοπορισμού σε βάρος άλλων. Αλλά υπάρχει έστω κι ένας που γνωρίζει την λογοτεχνία και την δημοσιογραφία από μέσα και δεν εύχεται μ’ όλη του την καρδιά πως η γραφή θ’ απελευθερωθεί επιτέλους από εκείνους που κάποτε την προστάτευαν και που τώρα την εκμεταλλεύονται, κι απ’ το πλήθος εκείνων που, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, την πληρώνουν ευθέως ανάλογα με την μετριότητά της ή την ευκολία προσαρμογής της στο κακό γούστο της πλειοψηφίας;

Τα γράμματα κι η επιστήμη θα πάρουν την θέση που τους αρμόζει στο έργο της ανθρώπινης ανάπτυξης όταν, ελεύθερα από μισθοφορικά δεσμά, θα καλλιεργούνται από εκείνους που τ’ αγαπούν και για εκείνους που τ’ αγαπούν.  

 

IV

Η λογοτεχνία, η επιστήμη κι η τέχνη πρέπει να καλλιεργηθούν από ελεύθερους ανθρώπους. Μόνο έτσι θα κατορθώσουν να χειραφετηθούν απ’ το ζυγό του Κράτους, του Κεφαλαίου και της αστικής μετριότητας που τις στραγγαλίζει. 

Τι μέσα διαθέτει σήμερα ο επιστήμονας για να διεξάγει τις έρευνες που τον ενδιαφέρουν; Θα έπρεπε, μήπως, να ζητήσει βοήθεια απ’ το Κράτος, η οποία παρέχεται σ’ έναν υποψήφιο στους εκατό, και την οποία κανείς δεν μπορεί να λάβει παρά μόνο εφόσον δεσμευτεί ανοιχτά πως δεν θα παρεκκλίνει απ’ την πεπατημένη; Ας θυμηθούμε πως το Ινστιτούτο της Γαλλίας κατέκρινε τον Δαρβίνο, πως η Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης περιφρόνησε τον Μεντελέγιεφ[4] (Mendelιeff) και πως η Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου αρνήθηκε να δημοσιεύσει, την εργασία του Τζάουλ[5] (Joule), στην οποία προσδιόρισε το μηχανικό ισοδύναμο της θερμότητας, κρίνοντάς την ως ‘μη επιστημονική’*.

Αυτός είναι ο λόγος που όλες οι σημαντικές έρευνες, όλες οι ανακαλύψεις που έφεραν επανάσταση στην επιστήμη, πραγματοποιήθηκαν εκτός των ακαδημιών και των πανεπιστημίων, είτε από ανθρώπους που διέθεταν πλούτο αρκετό για να παραμένουν ανεξάρτητοι, όπως ο Δαρβίνος κι ο Λάιελ[6] (Lyell), είτε από εκείνους που υπονόμευσαν την υγεία τους δουλεύοντας μέσα στην φτώχια, συχνά μες την απόλυτη ένδεια, χάνοντας ατέλειωτο χρόνο ελλείψει εργαστηρίου κι αδυνατώντας ν’ αγοράσουν τα όργανα ή τα βιβλία τ’ απαραίτητα  για να συνεχίσουν την έρευνά τους, επιμένοντας ακόμα κι όταν είχε χαθεί κάθε ελπίδα, πεθαίνοντας, πολλές φορές, πριν το τέρμα του μόχθου τους διαγραφεί στον ορίζοντα. Αμέτρητα τα ονόματά τους.

Συνολικά, το σύστημα ερευνητικής αρωγής  που παρέχεται απ’ το Κράτος είναι τόσο κακό που η επιστήμη διαρκώς προσπαθεί να χειραφετηθεί απ’ αυτό. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχουν στην Ευρώπη και στην Αμερική χιλιάδες επιστημονικές εταιρίες οργανωμένες και συντηρούμενες από εθελοντές. Κάποιες έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που ούτε όλοι οι πόροι των κρατικά επιχορηγούμενων εταιρειών, ούτε κι ο πλούτος εκατομμυριούχων δεν θα μπορούσαν να εξαγοράσουν τους θησαυρούς τους. Κανένα κυβερνητικό ίδρυμα δεν διαθέτει τον πλούσιο της Ζωολογικής Εταιρίας του Λονδίνου[7], η οποία στηρίζεται σε εθελοντικές εισφορές.   

Η τελευταία δεν αγοράζει τα ζώα που κατά χιλιάδες κατοικούν στους κήπους της- της αποστέλλονται από άλλες εταιρείες κι από συλλέκτες σ’ ολόκληρο τον κόσμο: Η Ζωολογική Εταιρία της Βομβάης θα δωρίσει έναν ελέφαντα· Αιγύπτιοι φυσιοδίφες, μια άλλη φορά, θα προσφέρουν έναν ιπποπόταμο ή έναν ρινόκερο. 

Κι αυτά τα σπουδαία δώρα, πτηνά, ερπετά, συλλογές εντόμων, κλπ, καταφτάνουν κάθε μέρα, από κάθε γωνιά της υδρογείου.. Αυτές οι αποστολές συχνά περιλαμβάνουν ζώα που δεν θα μπορούσαν ν’ αγοραστούν ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου: Έτσι, κάποιος ταξιδιώτης που αιχμαλώτισε ένα ζώο με κίνδυνο της ζωής του, και που τώρα τ’ αγαπάει όπως θ’ αγαπούσε το ίδιο του το παιδί, θα το δώσει στην Εταιρία, γιατί είναι βέβαιος πως εκείνη θα το φροντίσει. Το εισιτήριο εισόδου που πληρώνεται απ’ τους επισκέπτες, κι αυτοί είναι αμέτρητοι, αρκεί για τη συντήρηση ολόκληρου αυτού του -τεράστιου- ιδρύματος.      

Η ανεπάρκεια της Ζωολογικής Εταιρίας του Λονδίνου, όπως κι άλλων ομοειδών εταιριών, έγκειται στο ότι η συνδρομή ενός μέλους δεν μπορεί να πληρωθεί μ’ εργασία, δηλαδή στο ότι οι φροντιστές κι οι αναρίθμητοι υπάλληλοι αυτού του μεγάλου ιδρύματος δεν αναγνωρίζονται ως μέλη της Εταιρίας, ενώ πολλοί άλλοι δεν έχουν άλλο κίνητρο συμμετοχής στην εταιρία παρά το να τυπώσουν στην κάρτα τους τα καβαλιστικά αρχικά F.Z.S. (Μέλος της Ζωολογικής Εταιρίας). Με μια λέξη, αυτό που χρειάζεται είναι πληρέστερη συνεργασία.

Μπορούμε να πούμε και για τους εφευρέτες το ίδιο που είπαμε για τους επιστήμονες. Και ποιος δεν γνωρίζει τα βάσανα που πέρασαν όλοι σχεδόν οι διάσημοι εφευρέτες; Νύχτες αγρύπνιας, οικογένειες που στερήθηκαν το ψωμί, έλλειψη εργαλείων κι υλικών για πειράματα, αυτή είναι η ιστορία σχεδόν όλων όσων εμπλούτισαν την βιομηχανία μ’ εφευρέσεις που είναι, αληθινά, το δίκαιο καύχημα του πολιτισμού μας. 

Μα τι πρέπει να κάνουμε για ν’ αλλάξουμε συνθήκες που είναι κατά γενική πεποίθηση κακές; Τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας έχουν δοκιμαστεί, και ξέρουμε με τι αποτέλεσμα. Ο εφευρέτης πουλά τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας του για λίγα σελίνια, κι εκείνος που δεν έκανε άλλο παρά να δανείσει το κεφάλαιο τσεπώνει τα, συχνά τεράστια, κέρδη ως αποτέλεσμα της εφεύρεσης. Επιπλέον, τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας απομονώνουν τον εφευρέτη. Τον υποχρεώνουν να κρατήσει μυστικές τις έρευνές του, οι οποίες γι αυτόν τον λόγο καταλήγουν στην αποτυχία. Ενώ, κι η απλούστερη υπόδειξη, προερχόμενη από κάποιο μυαλό λιγότερο απορροφημένο στην θεμελιώδη ιδέα, καμία φορά αρκεί για να γονιμοποιήσει την εφεύρεση και να την καταστήσει πραγματοποιήσιμη. Εφόσον η σκέψη δεν επιδέχεται δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, τα τελευταία είναι, θεωρητικά, μια κραυγαλέα αδικία και, στην πράξη, μεγάλα εμπόδια για την ραγδαία ανάπτυξη των εφευρέσεων.      

Αυτό που χρειάζεται για την προώθηση του εφευρετικού πνεύματος είναι, πρώτα απ’ όλα, η αφύπνιση της σκέψης, το θαρραλέο της σύλληψης, αυτό που όλη μας η εκπαίδευση οδηγεί στην αδράνεια. Είναι η εξάπλωση της επιστημονικής παιδείας που θα μπορούσε να εκατονταπλασιάσει τον αριθμό ανθρώπων με διερευνητικό πνεύμα, είναι η πίστη πως η ανθρωπότητα πρόκειται να κάνει ένα βήμα μπροστά. Γιατί είναι ο ενθουσιασμός, η ελπίδα να κάνεις κάτι καλό, που ενέπνευσε όλους τους μεγάλους εφευρέτες. Μόνο η Κοινωνική Επανάσταση μπορεί να δώσει αυτή την ορμή στο πνεύμα, αυτό το θάρρος, αυτή την γνώση, αυτή την πίστη στην δουλειά για το σύνολο.       

Θα έχουμε, τότε, τεράστια ιδρύματα, εξοπλισμένα με μηχανική ισχύ κι εργαλεία κάθε είδους, απέραντα βιομηχανικά εργαστήρια ανοιχτά σε κάθε ενδιαφερόμενο, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να πραγματώνουν τα όνειρά τους αφού θα έχουν εκπληρώσει το καθήκον τους προς την κοινωνία. Εκεί θα περνούν 5 ή 6 ώρες σχόλης, εκεί θα εκτελούν τα πειράματά τους, εκεί θα βρίσκουν άλλους σαν κι αυτούς, ειδικούς σ’ άλλους κλάδους της βιομηχανίας, που, όμοια, θα έχουν έρθει να μελετήσουν κάποιο δύσκολο πρόβλημα, και που, συνεπώς, θα είναι σε θέση να βοηθήσουν και να διαφωτίσουν ο ένας τον άλλον. Κι η συνάντηση των ιδεών τους θα κάνει την από μακρού αναζητούμενη λύση να βρεθεί. Κι όμως, αυτό δεν είναι όνειρο. Όσον αφορά τεχνικά θέματα, έχει, ήδη, εν μέρει πραγματοποιηθεί στο Σολανόι Γκοροντόκ (Solanoy Gorodok), στην Πετρούπολη, ένα εργοστάσιο καλά εξοπλισμένο μ’ εργαλεία κι ανοιχτό στον καθένα. Εργαλεία και μηχανική ισχύς παρέχονται δωρεάν, μόνο μέταλλα και ξυλεία χρεώνονται σε τιμή κόστους. Δυστυχώς, οι εργάτες πηγαίνουν εκεί μόνο τη νύχτα, κατάκοποι, ήδη, μετά από δέκα ώρες δουλειάς στο εργοστάσιο. Επιπλέον, κρύβουν με προσοχή τις εφευρέσεις τους ο ένας απ’ τον άλλον, περιορισμένοι όπως είναι απ’ τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας και τον Καπιταλισμό, αυτόν τον καρκίνο της σύγχρονης κοινωνίας, αυτό το φράγμα στο δρόμο της πνευματικής κι ηθικής προόδου.    

 

V

Κι η τέχνη; Από παντού ακούμε θρήνους για την παρακμή της τέχνης. Είμαστε, όντως, πολύ κατώτεροι των μεγάλων δασκάλων της Αναγέννησης. Οι τεχνικές πλευρές της τέχνης έχουν, προσφάτως, κάνει μεγάλες προόδους, χιλιάδες άνθρωποι, προικισμένοι με κάποιο ταλέντο, καλλιεργούν τον κάθε της κλάδο. Μα η τέχνη μοιάζει να πετά μακριά απ’ τον πολιτισμό μας! Οι τεχνικές προοδεύουν ραγδαία, μα η έμπνευση συχνάζει λιγότερο παρά ποτέ στ’ ατελιέ των καλλιτεχνών. 

Και πράγματι, από που να προέλθει η έμπνευση; Μόνο μια μεγάλη ιδέα μπορεί να εμπνεύσει την τέχνη. Σύμφωνα με το ιδεώδες μας, η τέχνη είναι συνώνυμη της δημιουργίας, πρέπει να κοιτάζει μπροστά. Αλλά, εκτός από σπάνιες, πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, ο κατ’ επάγγελμα καλλιτέχνης παραμένει υπερβολικά υλιστής για να συλλάβει νέους ορίζοντες.  

Κι ακόμη παραπέρα, αυτή η έμπνευση δεν μπορεί να προέλθει από βιβλία, οφείλει ν’ αντληθεί απ’ τη ζωή, κι σημερινή κοινωνία δεν αδυνατεί να την διεγείρει. 

Ο Ραφαήλ[8] κι ο Μουρίγιο[9] (Murillo) δημιούργησαν σε μια εποχή που η αναζήτηση νέου ιδεώδους μπορούσε να προσαρμοστεί στις παλιές θρησκευτικές παραδόσεις. Ζωγράφισαν για να διακοσμήσουν σπουδαίες εκκλησίες που αντιπροσώπευαν το έργο της πίστης  πολλών γενεών. Η βασιλική, με τη μυστηριώδη όψη της, με το μεγαλείο της, συνδεόταν με την ίδια τη ζωή της πόλης κι ήταν σε θέση να εμπνεύσει τον ζωγράφο. Ο ζωγράφος εργαζόταν για ένα λαϊκό μνημείο, συνδιαλεγόταν με τους συμπολίτες του και σ’ αντάλλαγμα δεχόταν έμπνευση, απευθυνόταν στους πολλούς όπως έκαναν κι ο νάρθηκας, οι κολώνες, τα βιτρό, τ’ αγάλματα κι οι σκαλιστές πόρτες. Στις μέρες μας, η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να προσδοκεί ένας ζωγράφος είναι να δει τον πίνακά του, πλαισιωμένο με πλουμιστή κορνίζα, να κρέμεται σ’ ένα μουσείο, ένα είδος εμπορίου περιέργων αντικειμένων, όπου βλέπεις, όπως στο Πράδο[10], την Κοίμηση του Μουρίγιο δίπλα σ’ έναν ζητιάνο του Βελάσκεθ[11] και στα σκυλιά του Φιλίππου του 2ου [12]. Δύστυχε Βελάσκεθ, δύστυχε Μουρίγιο! Δύστυχα ελληνικά αγάλματα που ζούσαν στη Ακρόπολη των πόλεών τους και σήμερα ασφυκτιούν κάτω απ’ τα κόκκινα παραπετάσματα του Λούβρου!  

Όταν ο Έλληνας γλύπτης σμίλευε το μάρμαρο, προσπαθούσε να εκφράσει το πνεύμα και την καρδιά της πόλης. Όλα της τα πάθη, όλες της οι ένδοξες παραδόσεις ήταν να ξαναζήσουν μες το έργο του. Μα σήμερα η ενιαία πόλη έχει πάψει πια να υπάρχει. Δεν υπάρχει πια κοινότητα των ιδεών. Η πόλη δεν είναι παρά τυχαίο συνοθύλλευμα ανθρώπων που δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, που δεν έχουν άλλο κοινό ενδιαφέρον παρά το πως θα πλουτίσουν ο ένας σε βάρος του άλλου. Πατρίδα δεν υπάρχει.... Ποια κοινή πατρίδα μπορεί να μοιραστεί ο διεθνής τραπεζίτης μ’ εκείνον που μαζεύει κουρέλια; Μόνον αφού οι πόλεις, οι επαρχίες, τα έθνη, οι ομάδες εθνών, θα έχουν ανανεώσει την αρμονική ζωή τους, μόνο τότε η τέχνη θα μπορέσει ν’ αντλήσει την έμπνευσή της από κοινά ιδεώδη. Τότε ο αρχιτέκτονας θα συλλάβει το μνημείο της πόλης, που δεν θα είναι πια ναός, φυλακή ή φρούριο. Τότε ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο χαράκτης, ο διακοσμητής θα γνωρίζουν που να τοποθετήσουν τους πίνακες, τ’ αγάλματα και τους διακόσμους τους, αντλώντας την δύναμη της εκτέλεσης απ’ την ίδια ζωτική πηγή, βαδίζοντας όλοι μαζί ένδοξα προς το μέλλον. 

Μα μέχρι τότε η τέχνη δεν μπορεί παρά να φυτοζωεί. Οι καλύτεροι πίνακες των σύγχρονων καλλιτεχνών είναι εκείνοι που αναπαριστούν την φύση: Χωριά, κοιλάδες, τη θάλασσα με τους κινδύνους της, το βουνό με το μεγαλείο του. Μα πως μπορεί ο ζωγράφος να εκφράσει την ποίηση της δουλειάς στο χωράφι όταν την έχει σκεφτεί, φανταστεί μονάχα, όταν ποτέ δεν έχει γευτεί ο ίδιος τη χαρά της; Όταν δεν την γνωρίζει παρά όσο το αποδημητικό πουλί γνωρίζει τη χώρα πάνω απ’ την οποία πετάει στα ταξίδια του; Όταν στην θαλερή του πρώτη νιότη δεν ακολούθησε τ’ αλέτρι την αυγή, δεν γνώρισε τη χαρά να θερίσει τα σπαρτά μ’ ένα πλατύ δίπλωμα  του δρεπανιού, δίπλα σε γεροδεμένους ξωμάχους που δένανε το σανό με σφρίγος αντάξιο των ολοζώντανων κοριτσιών που πλημμυρίζανε τον αέρα με τα τραγούδια τους; Την αγάπη για τη γη και για ό,τι φυτρώνει απάνω της δεν την αποκτάς ζωγραφίζοντάς την με το πινέλο, μόνο με το να την δουλεύεις. Και χωρίς να την αγαπάς, πως να την ζωγραφίσεις; Αυτός είναι ο λόγος που ό,τι κι αν έχουν φτιάξει, μ’ αυτό το θέμα, ακόμη κι οι καλύτεροι ζωγράφοι, είναι ακόμη τόσο ατελές, τόσο επίπλαστο, σχεδόν πάντοτε απλώς και μόνο αισθηματικό. Του λείπει η δύναμη.

Πρέπει να ‘χεις δει το ηλιοβασίλεμα ενώ γυρνάς απ’ τη δουλειά. Πρέπει να ‘χεις κάνει αγρότης μεταξύ αγροτών για να συγκρατήσεις το μεγαλείο του στα μάτια σου. Πρέπει να ‘χεις βρεθεί στη θάλασσα με τους ψαράδες, κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας, να ‘χεις ψαρέψει ο ίδιος, να ‘χεις παλέψει με τα κύματα, να ‘χεις μετρηθεί με την καταιγίδα, και μετά από σκληρή δουλειά να ‘χεις γευτεί τη χαρά να τραβήξεις βαρύ το δίχτυ ή την απογοήτευση να το δεις αδειανό, για να καταλάβεις την ποίηση του ψαρέματος. Πρέπει να ‘χεις κάνει στο εργοστάσιο, να ‘χεις γνωρίσει τον κάματο και τις χαρές της δημιουργικής εργασίας, να ‘χεις σφυρηλατήσει μέταλλα στο λαμπρό φως του φούρνου του μεταλλουργείου, να ‘χεις νοιώσει τη ζωή μέσα στην μηχανή, για να καταλάβεις την δύναμη του ανθρώπου και να την εκφράσεις σ’ ένα έργο τέχνης. Αλήθεια, πρέπει να ‘χεις διαποτιστεί απ’ τα λαϊκά αισθήματα  για να τα περιγράψεις. Εκτός αυτού, τα έργα των μελλοντικών καλλιτεχνών, που θα ‘χουν ζήσει τη ζωή του λαού, όπως οι μεγάλοι καλλιτέχνες του παρελθόντος, δεν θα προορίζονται για πώληση. Θα είναι μέρος αναπόσπαστο του καθολικής ζωής, που θα είναι ατελής χωρίς αυτά, όπως κι αυτά θα είναι ατελή χωρίς εκείνη. Οι άνθρωποι θα πηγαίνουν στη ίδια την πόλη του καλλιτέχνη για να δουν το έργο του, κι η ομορφιά αυτού του έργου, γεμάτη πνεύμα κι ευγένεια, θα φέρνει το επωφελές αποτέλεσμά της στην καρδιά και στο νου.    

Η τέχνη για ν’ αναπτυχθεί πρέπει να συνδέεται με την παραγωγική εργασία με χίλιους τρόπους, να σχηματίζει, ας πούμε, μαζί της ένα ενιαίο κράμα, όπως τόσο συχνά και τόσο καλά έχουν αποδείξει ο Ράσκιν[13] (Ruskin) κι ο μεγάλος Σοσιαλιστής ποιητής Μόρις[14] (Morris). Το κάθε τι που περιβάλλει τον άνθρωπο, στο δρόμο, στο εσωτερικό κι εξωτερικό των δημόσιων μνημείων, πρέπει να έχει καθαρά καλλιτεχνική μορφή.  

Μα αυτό θα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια κοινωνία όπου όλοι θ’ απολαμβάνουν άνεση και σχόλη. Τότε θα δούμε καλλιτεχνικούς συλλόγους όπου ο καθένας θα μπορεί να βρει χώρο για τις ικανότητές του, γιατί η τέχνη δεν μπορεί να κάνει χωρίς έναν άπειρο αριθμό συμπληρωματικών εργασιών απολύτως χειρωνακτικού και τεχνικού χαρακτήρα. Αυτοί οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι θ’ αναλάβουν να στολίσουν τα σπίτια των μελών τους, όπως έκαναν εκείνοι οι καλοί εθελοντές, οι νεαροί ζωγράφοι του Εδιμβούργου, που διακόσμησαν τους τοίχους και τις οροφές του μεγάλου νοσοκομείου για τους φτωχούς στην πόλη τους.

Ο ζωγράφος ή ο γλύπτης που θα έχει φτιάξει ένα έργο με προσωπικό αίσθημα θα το προσφέρει στη γυναίκα που αγαπάει, ή σε κάποιον φίλο. Θα είναι εκείνο το έργο, εμπνευσμένο από, κι εκτελεσμένο για χάρη του έρωτα, κατώτερο απ’ την τέχνη που σήμερα ικανοποιεί την ματαιοδοξία του απαίδευτου επειδή κοστίζει πολλά χρήματα; 

Το ίδιο θα γίνεται με κάθε ευχαρίστηση που υπερβαίνει τις βιοτικές ανάγκες. Εκείνος που θα επιθυμεί ένα εξαίρετο πιάνο θα συμμετάσχει στον σύλλογο κατασκευαστών μουσικών οργάνων. Και αφιερώνοντας στον σύλλογο μέρος του ελεύθερου χρόνου απ’ την ημιεργάσιμη ημέρα του, σύντομα θα έχει το πιάνο των ονείρων του. Εάν αρέσκεται με πάθος στις αστρονομικές μελέτες, θα συμμετάσχει στον σύλλογο των αστρονόμων, με τους φιλοσόφους του, τους παρατηρητές του, τους υπολογιστές[15] του, με τους τεχνίτες του των αστρονομικών οργάνων, τους επιστήμονες κι ερασιτέχνες του, και θα έχει το τηλεσκόπιο που επιθυμεί αναλαμβάνοντας το δικό του μερίδιο επί της συλλογικής εργασίας. Γιατί είναι ειδικά η σκληρή εργασία που είναι απαραίτητη σ’ ένα αστεροσκοπείο, η εργασία του χτίστη, του ξυλουργού, του μηχανικού, και του τεχνίτη που θα δώσει την τελικό άγγιγμα σ’ ένα όργανο υψηλής ακρίβειας.

Για να συνοψίσουμε, οι πέντε ή εφτά ώρες την ημέρα που ο καθένας θα έχει στη διάθεσή του αφού θα έχει αφιερώσει κάποιες ώρες στην παραγωγή των απαραίτητων, θα επαρκούν και με το παραπάνω για την ικανοποίηση όλων των πόθων για πολυτέλεια, όσο ποικίλοι κι αν είναι αυτοί. Χιλιάδες σύλλογοι θα αναλάβουν να τους ικανοποιήσουν. Αυτό που σήμερα είναι προνόμιο μιας ασήμαντης μειοψηφίας θα είναι προσιτό σε όλους. Η πολυτέλεια, παύοντας να είναι η ανόητη κι υπερφίαλη επίδειξη της αστικής τάξης, θα γίνει μια καλλιτεχνική απόλαυση. 

Και μ’ αυτό ο καθένας θα είναι ευτυχέστερος. Στην συλλογική εργασία, που θα εκτελείται μ’ ελαφριά καρδιά για την επίτευξη ενός επιθυμητού αποτελέσματος, σ’ ένα βιβλίο, σ’ ένα έργο τέχνης, σ’ ένα πολυτελές αντικείμενο, ο καθένας θα βρίσκει το κίνητρο και την απαραίτητη αναψυχή που κάνει τη ζωή ευχάριστη.  

Πασχίζοντας να δώσουμε τέλος στη διάκριση μεταξύ αφέντη και σκλάβου, πασχίζουμε για την ευτυχία και των δύο, για την ευτυχία της ανθρωπότητας. 

 

 

[1] Στμ. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην πληθώρα θρησκευτικών κοινοτήτων κομμουνιστικού χαρακτήρα που ιδρύθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τον 19ο αιώνα. Εκτός απ’ τις θρησκευτικές κοινότητες υπήρχαν επίσης πολλές κοινότητες εμπνευσμένες απ’ τις αρχές ουτοπικών σοσιαλιστών όπως ο Όουεν κι ο Φουριέ.

[2] Στμ. Φαίνεται πως ο συγγραφέας αναφέρεται στο Λεξικό Αγγλικής της Οξφόρδης, η του οποίου η σύνταξη ήταν ως ένα βαθμό υπόθεση συλλογικής εργασίας, μα σε καμιά περίπτωση ‘λίγων χρόνων’. Το  1837 η Φιλολογική Εταιρία του Λονδίνου πρότεινε την πλήρη επανεξέταση της Αγγλικής γλώσσας απ’ την Αγγλοσαξωνική περίοδο κι έπειτα. Η Εταιρία όντως προσκάλεσε το κοινό να συμμετάσχει στην έρευνα και συλλογή λυμάτων που δεν περιλαμβάνονταν σε προηγούμενα λεξικά κι η ανταπόκριση ήταν τόσο μεγάλη που, το 1858, η Εταιρία αποφάσισε να εργαστεί προς την σύνταξη ενός νέου λεξικού της Αγγλικής Γλώσσας. Η πρόοδος ήταν, όμως, εξαιρετικά αργή, μέχρι που το 1879 η Εταιρία ανέθεσε το έργο στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης. Υπό την εποπτεία του Τζέιμς Μάρεϊ (James Murray) μια όλο και διευρυνόμενη ομάδα λεξικογράφων εργαζόταν τώρα αποκλειστικά για το λεξικό, καθώς είχε γίνει πια φανερό πως η κλίμακα του έργου ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι αρχικά αναμενόταν. Το πρώτο μέρος του λεξικού εκδόθηκε το 1884. Το συνολικό έργο, με τίτλο Νέο Αγγλικό Λεξικό επί Ιστορικών Αρχών εκδόθηκε τελικά σε 10 τόμους το 1928, μετά το θάνατο του Μάρεϊ (1915) και του ίδιου του Κροπότκιν (1921).

[3] Στμ. Maximilien Paul Ιmile Littrι (1801-1881). Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος και λεξικογράφος, καθηγητής Ιστορίας και Γεωγραφίας στην Πολυτεχνική Σχολή (Ιcole Polytechnique). Μεταφραστής των έργων του Ιπποκράτη και συγγραφέας έργων για την ιστορία της Ιατρικής. Το γνωστότερο έργο του είναι το πεντάτομο Λεξικόν της Γαλλικής Γλώσσης (Dictionnaire de la Langue Franηaise), που εκδόθηκε απ’ το 1863 ως το 1872.

[4] Στμ. Dimitri Ivanovitch Mendelιeff (1834-1907). Ρώσος χημικός, καθηγητής Γενικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης. Η εργασία του με τίτλο Σχέσις μεταξύ Ιδιοτήτων κι Ατομικού Βάρους των Στοιχείων παρουσιάστηκε στην Ρωσική Χημική Εταιρία στις 17 Φεβρουαρίου του 1869. Σ’ αυτήν την εργασία τα χημικά στοιχεία κατατάσσονταν με βάση το ατομικό τους βάρος (Περιοδικός Πίνακας των Στοιχείων). Ο Περιοδικός Πίνακας αποδείκνυε πως οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των στοιχείων σχετίζονται με το ατομικό τους βάρος. Αυτή η κατάταξη επίσης προέβλεπε πως κενά στον πίνακα αντιστοιχούσαν σε στοιχεία που δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί, μα των οποίων οι φυσικές και χημικές ιδιότητες προβλέπονταν απ’ την θέση τους στον Περιοδικό Πίνακα. Η επιβεβαίωση της πρόβλεψης του Μεντελέγιεφ ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, με την ανακάλυψη των στοιχείων Γάλλιο (1875), Σκάνδιο (1879) και Γερμάνιο (1886),  που πλήρωσαν τέτοια κενά. 

[5] Στμ. James Prescott Joule (1818-1889). Άγγλος ερευνητής, ένας απ’ τους ιδρυτές του γνωστικού πεδίου της Θερμοδυναμικής. Μορφώθηκε κατ’ οίκον· ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον υποχρέωσε ν’ αναλάβει την διεύθυνση του οικογενειακού ζυθοποιείου, κάτι που απέτρεψε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση. Φαίνεται πως ο Συγγραφέας αναφέρεται, κάπως συγκεχυμένα,  σε μια σειρά περιστατικών απόρριψης του Τζάουλ απ’ τους κατεστημένους επιστημονικούς κύκλους της εποχής του: Το 1840 ο Τζάουλ υπέβαλε στην Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου εργασία του με τίτλο Περί της Παραγωγής Θερμότητος εκ του Βολταϊκού Ηλεκτρισμού, όπου αποδείκνυε πως ο ρυθμός παραγωγής θερμότητας σ’ έναν αγωγό διατρεχόμενο από ηλεκτρικό ρεύμα ισούται με την απώλεια ηλεκτρικής ισχύος στον αγωγό (Νόμος του Τζάουλ). Η Βασιλική Εταιρεία δεν δέχτηκε να δημοσιεύσει παρά μόνο μία περίληψη. Το 1843 υπέβαλε στον Βρετανικό Σύλλογο για την Προώθηση της Επιστήμης εργασία στην οποία υπολόγιζε το ποσό μηχανικού έργου που απαιτείται για την παραγωγή ισοδύναμου ποσού θερμότητας, (μηχανικό ισοδύναμο της θερμότητας). Αυτή η εργασία, στην οποία αποδεικνυόταν πως ενέργεια μετατρέπεται χωρίς απώλεια απ’ την μια μορφή στην άλλη (από μηχανική σε θερμική κι αντίστροφα), περιείχε την πρώτη διατύπωση της Αρχής Διατήρησης της Ενέργειας, του κατοπινού 1ου Νόμου της Θερμοδυναμικής. Η ιδέα πως η θερμότητα ισοδυναμεί με μηχανική ενέργεια αρχικά έτυχε ελάχιστης αποδοχής απ’ την πλειονότητα των Βρετανών επιστημόνων. Όχι μόνο έθετε υπό αμφισβήτηση την επικρατούσα, τότε, Θερμιδική Θεωρία της Θερμότητας, σύμφωνα με την οποία η θερμότητα ήταν ένα είδος ρευστού, αλλά προϋπέθετε αποδοχή της ακρίβειας των μετρήσεων του ‘ερασιτέχνη’ Τζάουλ, ακρίβειας εξαιρετικής για τα δεδομένα της εποχής. Η δουλειά του Τζάουλ, πάντως, έγινε γνωστή στον Ουίλιαμ Τόμσον (Λόρδο του Κέλβιν), νεαρό, τότε, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, ο οποίος εργαζόταν για την ανάπτυξη μιας ενοποιημένης Φυσικής. Η υποστήριξη του Κέλβιν, κι άλλων επιστημόνων (Φάραντέι, Στόουκς), έφερε τελικά την δικαίωση του Τζάουλ, ο οποίος, το 1849, προσκλήθηκε απ’ την Βασιλική Εταιρία να δώσει διάλεξη με τίτλο Περί του Μηχανικού Ισοδυνάμου της Θερμότητος.

* Υποσημείωση του Συγγραφέα. Όπως γνωρίζουμε απ’ τον Πλέιφέαρ, που το ανέφερε μετά τον θάνατο του Τζάουλ. (Στμ. Ο συγγραφέας μάλλον αναφέρεται στον Λάιον Πλέιφέαρ (Lyon Playfair, 1818-1898), μέλος της Βασιλικής Ετaιρίας, χημικό της Γεωλογικής Επισκόπισης της Μεγάλης Βρετανίας κι έπειτα καθηγητή Xημείας στη Σχολή Ορυχείων και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Φιλελεύθερο βουλευτή κι έπειτα πρόεδρο του Κοινοβουλίου, Βαρώνο απ΄ το 1892).

[6] Στμ. Sir Charles Lyell (1797-1875). Βρετανός γεωλόγος, γεννημένος στη Σκωτία, ο μεγαλύτερος απ’ τα δέκα παιδιά του φυσιοδίφη Βαρόνου Λάιελ. Μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη ξεκίνησε την καριέρα του ως δικηγόρος. Εγκατέλειψε τη δικηγορία για χάρη της γεωλογίας λόγω της ασθενικής του όρασης. Το κύριο έργο του Αρχαί Γεωλογίας (1η έκδοση απ’ το 1830 έως το 1833 και 12 κατοπινές εκδόσεις) εκθέτει τις αρχές του Ομοιομορφισμού (προηγούμενα διατυπωμένων απ’ τον επίσης Σκώτο Τξέιμς Χάτον), δηλαδή της θεωρίας πως γεωλογικές δομές κι ή ιστορία σχηματισμού τους μπορούν να εξηγηθούν ως το συσσωρευτικό αποτέλεσμα της πολύχρονης δράσης φαινομένων και διεργασιών αντίστοιχων μ’ αυτά που παρατηρούνται σήμερα. Σ’ αντίθεση με τις παλιότερα αποδεκτές, βιβλικής έμπνευσης θεωρίες Καταστροφών, ο Ομοιομορφισμός προϋποθέτει πως η ιστορία της γης, έκφραση συνηθισμένων διεργασιών όπως η διάβρωση κι απόθεση ιζημάτων, οι αργές κινήσεις του φλοιού, η ηφαιστειακή δραστηριότητα, κλπ., εκτυλίχτηκε σε χρονικές κλίμακες της τάξης των εκατομμυρίων ετών. Οι ιδέες του Λάιελ, έργο του οποίου ήταν επίσης οι Γεωλογικαί Ενδείξεις περί της Αρχαιότητος του Ανθρώπου (1863), επηρέασαν εξαιρετικά τον προσωπικό του φίλο Δαρβίνο, με τον οποίον ο Λάιελ διατηρούσε τακτική αλληλογραφία. Τα πλατειά χρονικά πλαίσια της ομοιομορφικής γεωλογίας χρησίμευσαν στον Δαρβίνο ως το απαραίτητο σκηνικό όπου εκτυλίσσεται το αργό δράμα της Εξέλιξης των Ειδών.

[7] Στμ. Η Ζωολογική Εταιρία του Λονδίνου, της οποίας μέλη ήταν, μεταξύ άλλων ο Δαρβίνος κι ο Χάξλεϊ (ο οποίος διατέλεσε και πρόεδρος) ιδρύθηκε το 1826. Ο Ζωολογικός Κήπος του Λονδίνου, ο πρώτος ζωολογικός κήπος στον κόσμο, άνοιξε για τα μέλη της Εταιρίας το 1828, και το 1847 δέχτηκε για πρώτη φορά επισκέπτες με εισιτήριο. Το 1931 η Ζ.Ε.Λ. άνοιξε το Πάρκο Αγρίων Ζώων του Γουάιπσναντ (Whipsnad), στο Λονδίνο, το πρώτο ανοικτό πάρκο ζώων.

[8] Στμ. (1483-1520). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης, που έζησε στο Ουρμπίνο, στην Περούτζια και στην Φλωρεντία. Έργα του αποτελούν μεταξύ άλλων οι τοιχογραφίες στο Ανάκτορο του Βατικανού (π.χ. η περίφημη Σχολή των Αθηνών, 1510-1511) και τοιχογραφίες κοντά σ’ εκείνες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιστίνα.

[9] Στμ. Bartolome Esteban Mourillo (1618-1628). Ισπανός ζωγράφος της εποχής του Μπαρόκ, γνωστός για την θρησκευτική του θεματογραφία.

[10] Στμ. Το Μουσείο Πράδο (Prado) της Μαδρίτης ιδρύθηκε ως Βασιλικό Μουσείο Ζωγραφικής και Γλυπτικής το 1819, λίγο μετά το τέλος των Ναπολεόντιων Πολέμων.

[11] Στμ. Diego Rodriguez de Silva Velázquez ή Velásquez (1599-1660). Ισπανός ζωγράφος, γιος Πορτογάλου ευγενούς, γνωστός για τα εξαιρετικά του πορτραίτα. Έγινε προστατευόμενος του βασιλιά Φιλίππου του 4ου και ζωγράφος της Αυλής στην ηλικία των 24, κι αργότερα τελετάρχης του βασιλικού οίκου.

[12] Στμ. (1527-1598). Μοναδικός γιος του Αυτοκράτορα Καρόλου του 5ου και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Το 1543 παντρεύτηκε την Μαρία της Πορτογαλίας, που πέθανε κατά τον τοκετό δυο χρόνια αργότερα. Το 1554 παντρεύτηκε την Μαρία Τυδόρ, Βασίλισσα της Αγγλίας, που πέθανε τον επόμενο χρόνο. Βασιλιάς της Ισπανίας και των Κάτω Χωρών απ’ το 1555-1556, μετέφερε την πρωτεύουσα στη Μαδρίτη κι έχτισε τα Ανάκτορα του Εσκοριάλ. ‘Απόλυτος Υπερασπιστής της Πίστεως’ σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια,  η βασιλεία του συνέπεσε με την ακμή της ισπανικής ισχύος, κυβέρνησε με αμείλικτη σκληρότητα και διεξήγαγε πολλούς αιματηρούς πολέμους για την καταστολή της Μεταρρύθμισης στην Ευρώπη και των περιορισμό της Οθωμανικής εξάπλωσης στη Μεσόγειο: Εξολόθρευσε τους προτεστάντες της Ισπανίας (λουθηρανούς στο Βιλλαδολίδ και στη Σεβίλλη), κατέπνιξε την εξέγερση των Μορίσκων της Γρανάδας (ισλαμικών πληθυσμών που είχαν παραμείνει μετά την ανακατάληψη της Ισπανίας απ’ τους Άραβες) και τους διέσπειρε στο εσωτερικό της χώρας (1567-1570). Το 1580 κατέκτησε την Πορτογαλία. Οι εκστρατείες του κατά των εξεγερμένων προτεσταντών των Κάτω Χωρών ξεκίνησαν το 1555 και φημίζονται για την αγριότητά τους. Απέστειλε στις Κάτω Χώρες τον Δούκα της Άλμπα ο οποίος επέβαλε καθεστώς τρόμου με το περίφημο Συμβούλιο των Ταραχών, γνωστό κι ως Συμβούλιο του Αίματος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο ισπανικός στόλος πήρε μέρος στη νικηφόρα ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά των Οθωμανών (1571).

[13] Στμ. John Ruskin (1819-1900). ‘Ο μεγαλύτερος Βικτωριανός μετά τη Βικτώρια’, Άγγλος καλλιτέχνης, ποιητής, επιστήμονας, φιλόσοφος με περιβαλλοντικές ανησυχίες, ο πιο καταξιωμένος κριτικός τέχνης της εποχής του. Συνδέθηκε στενά με το καλλιτεχνικό κίνημα των Προραφαηλητών, το οποίο κι υποστήριξε με την περίφημη επιστολή του στους Τάιμς του Λονδίνου το 1851, όταν εκείνο δεχόταν την επίθεση των κατεστημένων κύκλων. Η Αδελφότητα των Προραφαηλητών συστάθηκε το 1848 απ’ τους Ροσέτι, Μιλέ και Χαντ  ως αντίδραση και φορμαλιστική τέχνη της Βασιλικής Ακαδημίας. Οι Προραφαηλήτες υποστήριζαν πως η προσήλωση στα καλλιτεχνικά πρότυπα της Αναγέννησης, της οποίας κορωνίδα θεωρούταν το έργο του Ραφαήλ (εξ ου και το όνομα των κινήματος), ήταν άστοχη κι οδηγούσε σε στασιμότητα. Αντί της αναπαραγωγής ενός μη εξιδανικευμένου καλλιτεχνικού προτύπου, υποστήριζαν την στροφή σε μια τέχνη που θα εμπνεόταν από, και θ’ απεικόνιζε, πραγματικά τοπία και χώρους, πραγματικούς ανθρώπους κι αναλογίες. Ο Ράσκιν συνδέθηκε προσωπικά με τους Προραφαηλίτες καλλιτέχνες, δίδαξε σχέδιο σύμφωνα με τις προραφαηλητικές αρχές στο Εργατικό Κολέγιο του Λονδίνου, κι έπειτα Τέχνη στην Οξφόρδη (όπου αργότερα ιδρύθηκε το Κολέγιο Ράσκιν), ως κάτοχος της Έδρας Σλέιντ. Προς το τέλος της ζωής του αποσύρθηκε στην Περιοχή των Λιμνών στη Βόρεια Αγγλία, όπου ξεκίνησε το Περιβαλλοντικό Κίνημα.

[14] Στμ. William Morris (1834-1896). Άγγλος καλλιτέχνης, ποιητής, σχεδιαστής και σοσιαλιστής, ιδρυτής του Κινήματος της Τέχνης και των Τεχνών, άλλος ένας απ’ εξαιρετικά πολυπράγμονες Βικτωριανούς όπως ο Ράσκιν κι ο Ροσέτι.  Γιος πλούσιου επιχειρηματία, σπούδασε στην Οξφόρδη με την πρόθεση να γίνει κληρικός, μα επηρεασμένος απ’ τα κείμενα των Καρλάιλ, Κίνγκλεϊ και Ράσκιν κι απ’ την προσωπική του γνωριμία με τον Ροσέτι, στράφηκε προς την τέχνη. Είχε στενές σχέσεις με τους Προραφαηλίτες, με τους οποίους μοιραζόταν την ίδια απαξίωση για την ακαδημαϊκή τέχνη και την ίδια επιθυμία να συνδέσει την τέχνη με τη ζωή. Μαζί μ’ άλλους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένου και του Ροσέτι, το 1861 ίδρυσαν την συνεταιριστική Συντεχνία των Εργατών της Τέχνης, που ασχολούταν με τον  σχεδιασμό και την κατασκευή  χρηστικών αντικειμένων,  από έπιπλα μέχρι ταπετσαρίες τοίχου κι αντικείμενα από χρωματιστό γυαλί. Παντρεύτηκε την Τζέιν Μπέρντεν, μοντέλο πολλών προραφαηλητικών έργων. Σε σύνδεση μ’ όσα ο συγγραφέας αναφέρει παραπάνω σχετικά με την τυπογραφία, ο Μόρις ήταν ‘ο πρώτος που προσέγγισε την τέχνη της πρακτικής τυπογραφίας με ματιά καλλιτέχνη’.  Οι Εκδόσεις Κέλμσκοτ, τις οποίες ίδρυσε, φημίζονται για την  αισθητικά άρτια παραγωγή τους, μ’ αποκορύφωμα την έκδοση των Απάντων του Τσόσερ που από πολλούς θεωρείται ‘τ’ ομορφότερο βιβλίο που εκδόθηκε μετά την Αναγέννηση’. Όσον αφορά την πολιτική του δράση, ο Μόρρις ήταν θερμός προπαγανδιστής προοδευτικών ιδεών, μ’ εκατοντάδες διαλέξεις και λόγους στο ενεργητικό του. Το 1876 έγινε ταμίας του Συλλόγου για το Ανατολικό Ζήτημα, κι ύστερα ταμίας της Εθνικής Φιλελεύθερης Ομοσπονδίας και της Ριζοσπαστικής Ένωσης. Απογοητευμένος απ’ τον φιλελευθερισμό, το 1883 έγινε μέλος της σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας, έπειτα ίδρυσε την Σοσιαλιστική Ομοσπονδία και τέλος την Σοσιαλιστική Εταιρία του Χάμερσμιθ.

[15] Στμ. Ο συγγραφέας αναφέρεται στους ανθρώπους, συχνά γυναίκες, που ειδικεύονταν στην εκτέλεση των μακροσκελών κι εξαιρετικά πολύπλοκων μαθηματικών υπολογισμών που απαιτούνταν για την διεξαγωγή αστρονομικής έρευνας πριν την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

 

 

σχόλια - διορθώσεις - παρατηρήσεις

Fast student loan Fandep 08 Mar 2007

Last changed: March 08, 2007