Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

Κ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ: ΚΡΑΤΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΕΡΓΑΣΙΑ, στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Εκδόσεις: Θεμέλιο, 1987
 

Ε. ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ «ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ» ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ
Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να εντοπίσουμε όλες τις επιπτώσεις, πού είχε ή δόμηση αυτή της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα, ούτε κατά μείζονα λόγο να μπούμε στο βάθος τους. Θα ήθελα, απλώς, να επισημάνω ενδεικτικά ορισμένα σημεία και να προτείνω ορισμένες προτάσεις για περαιτέρω επεξεργασία. Έτσι, θα εξετάσω σύντομα και με τη σειρά:
1. Τις προεκτάσεις στην ίδια τη «λειτουργικότητα» των δημοσίων υπηρεσιών.
2. Τις προεκτάσεις στην οριοθέτηση των κυρίαρχων μορφών κοινωνικής κινητικότητας, και
3. Τις προεκτάσεις στο επίπεδο της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, της εκπαιδευτικής ζήτησης και του προσανατολισμού των ανωτάτων σπουδών.
Μέσα από τις προεκτάσεις αυτές θα διαφανεί, όπως τόνισα από την αρχή, ή θετική λειτουργία του κράτους ως παράγοντα όχι μόνον αναπαραγωγής αλλά και πρωτογενούς διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων και θα καταστεί σαφέστερη η σχετικά αυτόνομη σημασία του πολιτικού παράγοντα στην εκδίπλωση της κοινωνικής δυναμικής σε πολλαπλά επίπεδα.66

[66. Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να μπούμε ατό σημείο αυτό στη διερεύνηση του τεράστιου προβλήματος γύρω από τη λεγόμενη «σχετική αυτονομία» του κράτους. Ας σημειωθεί μόνον ότι ή προβληματική αυτή τίθεται στο πλαίσιο της «εξωτερικής» άρθρωσης Κοινωνίας και Κράτους και προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα των «δομικών ορίων», πού τίθενται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής στην άσκηση της κρατικής δράσης. Γύρω από τη συζήτηση αυτή, πού επανέφερε το κράτος στο επίκεντρο της μαρξιστικής θεωρίας, ή βιβλιογραφία είναι φυσικά τεράστια και συνοψίζεται, κατά τρόπο εξαιρετικά διαφωτιστικό, από τον Σάκη Καράγιωργα στο Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους, Αθήνα 1980, σ. 377 κέ. θα πρέπει, ίσως, να σημειωθεί ή θεωρητική σημασία νεότερων προσεγγίσεων, πού προχωρώντας πολύ περισσότερο θέτουν το ζήτημα της «απόλυτης αυτονομίας του κράτους τόσο ως δομικής ολότητας Οσο και ως συλλογικού φορέα «ιδίων» συμφερόντων. Κυριότεροι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού, πού αναπτύχθηκε κυρίως ανάμεσα στους μαρξιστές των ΗΠΑ, είναι ο Fred Block και η Theda Skopcol.]

Θα πρέπει, βέβαια, να υπογραμμιστεί ότι, αν οι υποθέσεις πού θα ακολουθήσουν αναφέρονται στο ειδικότερο ελληνικό φαινόμενο, δεν θα πρέπει πατά κανέναν τρόπο να νοηθούν ως ελληνικές «ιδιομορφίες». Τα ίδια φαινόμενα, ή τουλάχιστον μερικά από αυτά, τα συναντάμε σε πολλές χώρες της περιφέρειας. Στην Ελλάδα, όμως, εκείνο πού είναι αξιοσημείωτο είναι ότι ή «στροφή» της εξουσίας προς τις επιλογές αυτές υπήρξε, όπως είδαμε, ξαφνική και υλοποιήθηκε ταχύτατα. και αποτελεί τάση, πού ανατρέπει τις προηγούμενες εκλογικευτικές επιλογές, ανοίγοντας μια νέα περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κρατισμού. Γεγονός πού, με τη σειρά του, έχει δώσει αφορμή σε μια σειρά από ερμηνείες, οι οποίες συχνά περιορίζονται σε απλές καταγγελίες, πού ελάχιστα συμβάλλουν στην κατανόηση των διαδικασιών.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο σημείο. Είναι φανερό ότι ο μεταπολεμικός ελληνικός κρατικός μηχανισμός εξελίχθηκε κατά τρόπο εξαιρετικά «ανορθολογιστικό». Υπάρχει, μάλιστα, σωρεία μαρτυριών, πού υπογραμμίζουν ότι κατά τη μεταπολεμική περίοδο η «δυσλειτουργία» του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα είναι πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι ήταν στον μεσοπόλεμο. Η αλόγιστη ταχύτατη υπερδιόγκωση του μηχανισμού, ο τρόπος επιλογής των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, το γενικότερο πολιτικό κλίμα, ή κρίση των αξιών και ή υδροκεφαλική δομή των υπηρεσιών θα πρέπει να συνέβαλαν στην περαιτέρω κατολίσθηση της λειτουργικότητας του Δημοσίου, πού απ’ αυτή την άποψη μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται «σε οπισθοδρόμηση», σε σχέση με τα χρόνια του μεσοπολέμου. Ωστόσο, η αντίληψη πού αναλύει το γραφειοκρατικό φαινόμενο από τη σκοπιά και μόνο της οργανωτικής λειτουργικότητας, αποδοτικότητας και εκλογίκευσης είναι από πολλές απόψεις παρωχημένη, στο μέτρο πού φαίνεται να υποτάσσει μια θεσμική-οργανωτική πραγματικότητα σε ένα κατ' εξοχήν προβληματικό και αξιωματικά τιθέμενο «δέον», πού θεωρείται ότι εξηγεί και νομιμοποιεί τις οργανωτικές μορφές. Στην πραγματικότητα, η κοινωνική κατασκευή των γραφειοκρατικών διαδικασιών είναι κατ' αρχήν «αυθαίρετη», με την έννοια ότι δεν υπακούει κατ' ανάγκην και εξ ορισμού σε καμιά εγγενή στοχοθεσία.68
Στο σημείο αυτό χρειάζεται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή. οι ίδιες οι έννοιες της «λειτουργικότητας» και της «δυσλειτουργίας» έχουν πεπερασμένη εξηγητική αξία, αν δεν οριστούν με απόλυτη ακρίβεια, σε αναφορά με τη σκοπιμότητα την οποία υποτίθεται ότι υπηρετούν. Η βεμπεριανή προβληματική της Zweckrationalitat, στο πλαίσιο της οποίας αναπτύχθηκαν οι συζητήσεις για τη λειτουργικότητα ή όχι των οργανωτικών μορφών, προϋποθέτει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι οι «στόχοι» της οργανωμένης οντότητας είναι δεδομένοι, σαφείς και εντοπίσιμοι. Και, δεύτερον, ότι ή επίτευξη τους (ή λυσιτέλεια, δηλαδή, των μέσων πού χρησιμοποιούνται) είναι ελέγξιμη ή ίσως ακόμη και μετρήσιμη. Άσχετα από τα οποιαδήποτε μεθοδολογικά προβλήματα, πού μπορούν να τεθούν σε σχέση με το ζήτημα της πρακτικής «αποτίμησης» της λειτουργικότητας, είναι προφανές ότι οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν, εξ ορισμού περίπου, στο πλαίσιο των διαδικασιών πού εκτυλίσσονται στην αγορά. Εδώ ο στόχος είναι δεδομένα μονοδιάστατος και σαφής και εκφράζεται ως κέρδος. Επιπλέον, στο ίδιο αυτό πλαίσιο, τα μέσα πού επιλέγονται για την πραγμάτωση του στόχου, οικονομικά ή οργανωτικά, υπόκεινται, κατ' αρχήν τουλάχιστον, στη δυνατότητα έλεγχου από τη σκοπιά της αποτελεσματικότητας τους. Υπό το κράτος των συνθηκών αυτών, μπορεί να τίθεται, και τίθεται πράγματι, και το θέμα της «μεγιστοποίησης» της επίτευξης των σκοπών, πού αποτελούν δεδομένο πού προϋπάρχει της οποιασδήποτε επιλογής από μέρους εκείνων πού λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Στο δημόσιο τομέα τα πράγματα είναι, εξ ορισμού, διαφορετικά. Όχι μόνο διότι οι στόχοι του ορίζονται ποιοτικά, και συνεπώς δεν υπόκεινται σε εύκολη αποτίμηση (εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα των δυσκολιών υπολογισμού της «παραγωγικότητας» των υπηρεσιών και των δημοσίων υπηρεσιών, για το όποιο έγινε, λόγος παραπάνω), αλλά κυρίως επειδή οι στόχοι είναι πολλαπλοί και συχνά αντιφατικοί. Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να γίνεται stricto sensu λόγος για «αριστοποίηση» της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, αφού οι επιδιωκόμενοι σκοποί αναφέρονται συχνά σε «περιοχές» και σε αξιολογικές επιλογές, πού είναι και αδύνατον να ιεραρχηθούν και να σταθμιστούν μεταξύ τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα πού, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα, οι καθ' έκαστο κρατικές «υπηρεσίες» δεν συγκροτούν, κατ' αρχήν τουλάχιστον, αυτόνομες οντότητες, των οποίων οι στόχοι θα ήταν δυνατόν να οριστούν με αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν μέρος ενός καθολικού κρατικού (δηλαδή πολιτικού) συστήματος, πού αρθρώνεται σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο.
Με την έννοια αυτή, το γεγονός ότι ορισμένες ή όλες οι δημόσιες υπηρεσίες εμφανίζονται ως «μειωμένης αποτελεσματικότητας», σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα, δεν σημαίνει καθεαυτό τίποτε: εκτός, ίσως, από το γεγονός πώς απ’ αυτό και μόνο συνάγεται ότι τα κριτήρια αποτίμησης του δημόσιου τομέα δεν είναι δυνατόν να είναι τα ίδια με τα κριτήρια του ιδιωτικού, για τον απλούστατο λόγο ότι η στοχοθεσία του δημόσιου δεν υπάγεται, και δεν μπορεί να υπάγεται στη μονοδιάστατη, μετρήσιμη και καθοριστική στοχοθετική μήτρα της μεγιστοποίησης του κέρδους, αλλά εντάσσεται σε μιαν εξ ορισμού πολύπλοκη και συνεχώς αναστρέψιμη ιεράρχηση άμεσων και έμμεσων ποιοτικών κοινωνικο-πολιτικών στόχων, με επάλληλες και συχνά αντιφατικές χρονοθετικές σκοπιμότητες.
Ακόμη και στα πλαίσια των δημόσιων επιχειρήσεων, πού λειτουργούν στην αγορά, δεν είναι εκ προοιμίου δεδομένο ότι μόνος στόχος είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους. Όχι μόνο διότι οι περισσότερες από αυτές παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, πού θεωρούνται «κοινής ωφελείας», αλλά επίσης διότι η ίδια η οργάνωση τους εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους, οι οποίοι εκφράζουν πολιτική και όχι κερδοσκοπική-μεγιστοποιητική βούληση. Με λίγα λόγια, το πρόβλημα της αντίφασης της ιδιωτικής αποτελεσματικότητας και της δημόσιας αναποτελεσματικότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί μια τεράστια ταυτολογία, αφού πηγάζει από την αντίφαση ανάμεσα στους ποσοτικούς, αξιολογικά «ουδέτερους» και μονοδιάστατους στόχους της μεγιστοποίησης του κέρδους, και στους ποιοτικούς, αξιολογικά και πολιτικά φορτισμένους, και ακόμη και αντιφατικούς στόχους της πολιτικής παρέμβασης. Η ίδια, λοιπόν, η θέση του προβλήματος με την ακραία πολωμένη μορφή του θα προϋπέθετε ότι η λειτουργία του κράτους οφείλει να προσανατολιστεί αποκλειστικά προς ποσοτικούς, μετρήσιμους, μεγιστοποιητικούς στόχους. Πράγμα πού θα αποτελούσε, φυσικά, μια πολιτική επιλογή με σαφέστατες ιδεολογικές προϊδεάσεις. Άσχετα από το γεγονός ότι ο τεχνοκρατικός-μεγιστοποιητικός λόγος τείνει να κυριαρχήσει ακόμη και στους κόλπους της πολιτικής, δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να υπάρξει αμφιβολία ότι ο πολιτικός λόγος και ή πολιτική πράξη δεν είναι δυνατόν ποτέ να «απαλλαγούν» από το προλογικό ή μεταλογικό φαντασματικό στοιχείο της βούλησης. Η πολιτική δράση δεν μπορεί, με την έννοια αύτη, να αντιμετωπιστεί ως στοχοθετικά ετερόνομη: η απόλυτη εκλογίκευση της πολιτικής θα σήμαινε και το τέλος της.
Οι επιφυλάξεις αυτές δεν αίρουν, βέβαια, ούτε τη σημασία ούτε την εμβέλεια των διαπιστώσεων για τη «γενική δυσλειτουργία» των κρατικών υπηρεσιών, σε σχέση και αντιπαραβολή με ένα αχνό, έστω, ιδεατό πρότυπο. Το ουσιαστικό πρόβλημα, όμως, δεν λύνεται με την απλή επισήμανση των «δυσλειτουργιών» αυτών, αν δεν προσεγγιστούν ταυτόχρονα και οι ιστορικές και κοινωνικές διεργασίες, οι όποιες καθορίζουν το σύμπλεγμα των συγκεκριμένων κοινωνικών στόχων πού επιδιώκονται. Πράγματι, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κρατικών μηχανισμών, κυρίως στην περιφέρεια, δεν είναι βέβαια ότι είναι ανίκανοι να επιτελέσουν την «αποστολή» τους, αλλά ότι η αποστολή τους (πού συγκροτεί την εντελώς αφηρημένη και συνήθως επείσακτη μήτρα, με την οποία υποτίθεται ότι σηματοδοτείται κοινωνικά το θεσμικό σύστημα) διαχέεται σε ένα πλέγμα κοινωνικών στόχων, στρατηγικών και ιδεολογιών, πού όχι μόνο δεν απορρέουν από τους τυπικούς στόχους τους, αλλά και τους αντιστρατεύονται ενδεχομένως και ενεργά.69
Κοντολογίς, οι περιφερειακές κρατικές υπηρεσίες δεν «υποφέρουν» πάντοτε από οργανωτικές «ατέλειες», πού τις εμποδίζουν να λειτουργήσουν, αλλά εξυπηρετούν ίσως, αντίθετα, άλλους κοινωνικούς στόχους, σε αναφορά προς τους οποίους μπορεί να είναι και εξαιρετικά λυσιτελείς και «λειτουργικές».
Στο σημείο αυτό, ιδιαίτερη σημασία μπορεί να έχει η διερεύνηση των κοινωνικών προεκτάσεων της τυχόν διαφαινόμενης αντίφασης ανάμεσα στους οποιουσδήποτε επίσημους και δημόσια εξαγγελλόμενους στόχους των κρατικών υπηρεσιών από τη μια μεριά, και στην πραγματικότητα της λειτουργικής τους οργάνωσης από την άλλη. Ως έναν βαθμό, εκείνο πού φαίνεται να συμβαίνει είναι ένα είδος αναστροφής των σχέσεων σκοπού και μέσων. Έτσι, ενώ ο επίσημος λόγος υποτίθεται ότι υποτάσσει την οργάνωση και στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών (πού νοούνται ως μέσα) στους ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, πού καλείται να εξυπηρετήσει ή «παραγωγή» των υπηρεσιών, στην πραγματικότητα κύριος κοινωνικός στόχος μπορεί να είναι η οργάνωση και στελέχωση των υπηρεσιών ως αυτοσκοπός, οπότε και οι εμφανιζόμενοι ως στόχοι (ή «παραγωγή» ή προσφορά υπηρεσιών) δεν αποτελούν παρά το ιδεολογικά αναγκαίο μέσο ή και πρόσχημα για την επίτευξη της αναγκαίας νομιμοποίησης για την επινομή των οικονομικών πόρων.70

[70. Με την παροιμιώδη και προκλητική κοινωνιολογική του φαντασία, ο Alvin Gouldner επιχειρεί να διακρίνει ανάμεσα σε διάφορους «τύπους» γραφειοκρατικών κανόνων και επισημαίνει μορφές «ψευδο-γραφειοκρατίας», όπου οι κανόνες λειτουργίας επιβάλλονται τυπικά από «εξωτερικούς» παράγοντες και ούτε αφορούν ούτε δεσμεύουν τους φορείς που στελεχώνουν τον μηχανισμό, με αποτέλεσμα οι κατ’ επίφασιν κανόνες όχι μόνο να μην τηρούνται, αλλά και να διακωμωδούνται. Δεν είναι, ίσως, υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι ολόκληρο το σύστημα των παραγωγικών και εξορθολογιστικών αξιολογικών κανόνων, που διατρέχει τον περί δημοσίων υπηρεσιών οργανωτικό λόγο (στο επίπεδο των θεσμών και στο επίπεδο των εγκυκλίων, κτλ), εμπεριέχει στοιχεία μιας, συνειδητής ή όχι, θεατρικής επίλυσης των γενικά αποδεκτών «κανόνων» εκλογικευμένης οργάνωσης, που προβάλλονται προς το θεαθήναι και των οποίων η αυστηρή τήρηση θεωρείται «εσωτερικά» ως απαράδεκτη και προσβλητική για τους άλλους.]

Τα πράγματα, βέβαια, δεν παίρνουν ποτέ τέτοιες απόλυτες μορφές, ακόμη και για μόνο τον λόγο ότι από τη στιγμή πού ξεφεύγουμε από ένα σύστημα δεδομένων στοχοθεσιών, το νοητικό σύστημα πού συγκροτείται από τη συνύπαρξη πολλαπλών (και αντιφατικών) στόχων και μέσων είναι αδύνατον ακόμη και να οριστεί ως σαφές στοχοθετικό σύστημα. Η κρατική δράση, με την έννοια αυτή, δεν είναι καν «δράση», πού να είναι δυνατόν να αναχθεί σε κλειστές και οροθετήσιμες στρατηγικές ή εγχειρηματικές εκλογικεύσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν «στοχεύει» ούτε στο κέρδος ούτε στην εφάπαξ «νίκη», αλλά εντάσσεται σε μιαν αέναη εκδίπλωση των ταξικών αντιθέσεων και της κυρίαρχης πολιτικής βούλησης.
Με την έννοια αυτή, το πρόβλημα της «παραγωγικότητας» των δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι καν δυνατόν να τεθεί με επιστημολογική αυστηρότητα. Το ίδιο, όμως, το γεγονός ότι τίθεται, και μάλιστα κατά κόρον, είναι ένα κοινωνικό γεγονός, πού ανάγεται όχι τόσο στους όρους της συγκεκριμένης κοινωνικής παραγωγής της κρατικής υπηρεσίας ως προϊόντος, αλλά στους ορούς δικαίωσης και νομιμοποίησης της οποιασδήποτε (δαπανηρής) κρατικής δράσης, η οποία οφείλει να εμφανίζεται ως «παραγωγική», για να είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί στο πλαίσιο μιας πανίσχυρης και διάχυτης παραγωγιστικής και επιτευγματικής ιδεολογίας.
Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπάνω στην ανάλυση των ειδικών κοινωνικών σκοπιμοτήτων, πού διατρέχουν τη διαδικασία της ανάπτυξης και διόγκωσης του δημόσιου τομέα. Το ζήτημα έχει, προφανώς, πολύ ευρύτερες προεκτάσεις. Στο μέτρο πού ή «ζήτηση» μισθωτής εργασίας προσδιορίζεται, έστω και εν μέρει, από εξωαγοραίες κοινωνικές σκοπιμότητες, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν «πολιτικό» καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος επιτελείται μέσω του κράτους και της εργοδοτικής του πολιτικής.


[Το πρόβλημα που θέτει ο H. Lefebvre είναι, βέβαια, τεράστιο και συνδέεται με το γεγονός του κρατικού ελέγχου ολοένα μεγαλύτερου μέρους του πλεονάσματος, πού ανεξάρτητα από τους στόχους πού επιδιώκονται, χρησιμοποιείται με κριτήριο τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές και έχει ως συνέπεια τη μεταβολή των ορών, πού διέπουν τον καταμερισμό της εργασίας. Δεν είναι, φυσικά, τυχαίο ότι από τη στιγμή πού η «πολιτική» υποκαθίσταται, εν μέρει έστω, στην «αγορά» στον ρόλο του διαχειριστού των απασχολήσεων, μεταβάλλεται και το σύστημα των ιδεολογικών συντεταγμένων, πού σηματοδοτεί τη λογική και τα κριτήρια των επιλογών: πέρα από κάθε άλλη παράμετρο του ζητήματος, είναι αξιοσημείωτο ότι τα όρια και οι περιορισμοί της απασχόλησης δεν συνδέονται πια αποκλειστικά και άμεσα με τους ορούς «συσσώρευσης» του κεφαλαίου, που αναπέμπουν στη λογική της επιμέτρησης και της αγοράς. Ως πρόσθετο στοιχείο εισέρχεται ή δεοντολογία και οι προδιαγραφές της «ανάπτυξης» (ή «διόγκωσης»), πού αναπέμπουν στη λογική του γενικού συμφέροντος, «πολιτικοποιούν» τις επιλογές και εκλογικεύουν τα υποτιθέμενα κριτήρια της κρατικής παρέμβασης (ό.π., σ. 137). και τούτο διότι, προφανώς, αντίθετα με τον «αυτόματο» αγοραίο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας (και συνεπώς και των εισοδημάτων), ο «πολιτικός» καταμερισμός πρέπει οπωσδήποτε να μπορεί να απορρέει από ένα άλλο καθολικότερο στοχοθετικό σύστημα «γενικής χρήσεως». Εντελώς παρενθετικά, θα έπρεπε, στο σημείο αυτό, να παρατηρηθεί ότι το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την αντικειμενική και αναπόδραστη εξάρτηση των οποιωνδήποτε κρατικοδίαιτων κοινωνικών κατηγοριών, από την εξακολούθηση και επέκταση της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η προβολή της κρατιστικής «αναπτυξιακής» ιδεολογίας δεν εκφράζει, με την έννοια αυτή, μόνο τα άμεσα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, αλλά και τα «ιδιαίτερα» συμφέροντα όλων εκείνων των μερίδων, που επιζούν μέσα από τους μηχανισμούς ανακατανομής ενός πλεονάσματος που παράγεται υπό το κράτος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και που συνεπώς δεν μπορούν παρά να συμπλέουν, οπωσδήποτε αντιφατικά, προς το αίτημα της αναπτυξιακής συσσώρευσης.]

Η πολιτική αύτη ασκείται και καθίσταται δυνατή μέσω της, τυπικά τουλάχιστον, «απεριόριστης» σχεδόν δυνατότητας της πολιτικής εξουσίας να επιλέγει το ποσοστό του πλεονάσματος, πού αποφασίζει να διαχειρίζεται, και τον τρόπο πού θα το επινείμει στα φυσικά πρόσωπα, πού αποφασίζει να απασχολήσει. Πέρα από τις οποιεσδήποτε άλλες συνέπειες και προεκτάσεις του φαινομένου αυτού, είναι σαφές ότι, στην περίπτωση αυτή, η δόμηση της κρατικής γραφειοκρατίας θα τείνει να έχει μια δική της αυτόνομη σκοπιμότητα, η οποία δεν απορρέει ούτε από τις εσωτερικές ανάγκες εκλογίκευσης του ίδιου της του οργανωτικού πλαισίου, ούτε από τις «λειτουργίες» πού υποτίθεται ότι καλείται να επιτελέσει. Με την έννοια αύτη, είναι φανερό ότι ή λογική της αριστοποίησης της λειτουργίας του μηχανισμού θα υποχωρεί, αδιάφορο αν αυτό γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα, μπροστά στη λογική της άμεσης συμβολής στις «άλλες» σκοπιμότητες πού επιδιώκονται, οι οποίες, στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν σε πρώτη φάση η πολιτικο-κοινωνική σταθεροποίηση του καθεστώτος.
Στο ίδιο αυτό σύνδρομο «απολειτουργικο-ποίησης» του δημόσιου τομέα συνέβαλε, ίσως, και ένας άλλος παράγοντας: η ίδια η συγκρότηση της άρχουσας τάξης μετά το 1945 καθιστούσε πολύ λιγότερο επιτακτική την «ανάγκη» εκλογίκευσης του δημόσιου μηχανισμού, αναστρέφοντας έτσι τις τάσεις πού παρατηρήθηκαν στον μεσοπόλεμο. Πράγματι, ο βενιζελισμός, στο μέτρο πού εξέφραζε την κοινωνική δυναμική των «επιχειρηματικών» μερίδων της αστικής τάξης, είχε την τάση να προβάλλει λύσεις πού κατέτειναν στην οργανωτική και λειτουργική εκλογίκευση του κράτους, τάση πού εκφραζόταν τόσο με την προσπάθεια μείωσης του κρατικοδίαιτου προσωπικού, όσο και με την εκπεφρασμένη πρόθεση γενικότερης παρέμβασης στην αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, με γνώμονα τα φιλελεύθερα δυτικό-ευρωπαϊκά πρότυπα. Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, είχε αρχίσει να διαγράφεται, αχνά έστω, ένα πολιτικό σχέδιο προγραμματισμού, ιεράρχησης και διαχείρισης της εργατικής δύναμης, με κριτήρια τις διαφαινόμενες «ανάγκες» της αγοράς εργασίας. Το γεγονός ότι τα βενιζελικά σχέδια αποδυναμώθηκαν και τελικά ανατράπηκαν δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της μεσοπολεμικής δυναμικής: στα μέσα της δεκαετίας του '30, το ελληνικό κράτος εμφανιζόταν πολύ πιο «κοντά» στα λειτουργικά δυτικο-ευρωπαϊκά πρότυπα από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία του.
Η επάνοδος στα παλαιότερα χνάρια, μετά το 1945, πρέπει λοιπόν να τονιστεί ιδιαίτερα. Το πρόβλημα, όμως, δεν σταματά εδώ. Διότι, μολονότι, όπως είπαμε, ή πολιτική επιλογή της ταξικής σταθεροποίησης υπαγορευόταν από την άμεση συγκυρία, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τους λόγους για τους οποίους δεν φαίνεται να υπήρξαν αντιστάσεις από μέρους της άρχουσας τάξης στη διαδικασία αποεκλογίκευσης του δημόσιου τομέα. Είναι, βέβαια, σαφές ότι οι ιδεολογικοί κλυδωνισμοί και ή διάχυτη πολιτική αβεβαιότητα δεν επέτρεπαν την εμφάνιση και τη μεθόδευση οποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων, πού να έρχονται σε μερική, έστω, αντίφαση με την υπερκείμενη πολιτική σκοπιμότητα της ταξικής ανασυγκρότησης.
Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός της εσωτερικής αλλοίωσης της άρχουσας αστικής τάξης, πού μόνο περιθωριακό ενδιαφερόταν πια για την εκλογίκευση των εξωτερικών συνθηκών, πού οροθετούσαν την επιχειρηματική τους δράση αλλά πού, αντίθετα, αντλούσαν τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμων «υπερκερδών» από τη συνέχιση μιας νομισματικής οικονομικής και κυκλοφοριακής ανωμαλίας, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος επέτρεπε σπέκουλες και επένεμε πιστώσεις και πόρους βάσει προσωποπαγών σχέσεων και όχι μέσω εκλογικευμένων διαδικασιών. Έτσι, οι αντιρρήσεις πού θα ήταν δυνατόν να διατυπωθούν από μέρους μιας μακροπρόθεσμα επιχειρηματικής αστικής τάξης δεν είχαν λόγο ύπαρξης στους κόλπους των νέων κυρίαρχων ομάδων, πού το κύριο μέλημα τους ήταν να εκμεταλλευθούν την ανώμαλη κατάσταση για να συσσωρεύσουν, το ταχύτερο, ρευστοποιήσιμους, μετατρέψιμους και εξαγώγιμους πόρους.
Μπορεί να πει κανείς ότι ο εμφύλιος πόλεμος κερδήθηκε από μια παράταξη, στη νίκη της οποίας τα άρχοντα στρώματα δυσκολεύονταν να πιστέψουν και πάντως αρνιόνταν να στοιχηματίσουν. Αντίθετα προς την ανερχόμενη άρχουσα αστική τάξη των ετών 1910-1920, η οποία, στο πλαίσιο μιας «επιθετικής» ταξικής αισιοδοξίας, χρηματοδότησε ενεργά και σταθερά την εθνική επεκτατική περιπέτεια, οι αντίστοιχες κοινωνικές μερίδες των ετών 1945-1950 λειτούργησαν «φοβισμένα», «αμυντικά» και σπεκουλαδόρικα. Με την έννοια αυτή, ή θεαματική απολειτουργικοποίηση και αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού συνδέεται σαφώς και με τη νέα διάρθρωση και τους νέους προσανατολισμούς των νέων ηγετικών μερίδων της αστικής τάξης, πού έβλεπαν το μέλλον τους περισσότερο ως εισοδηματίες της Λωζάννης, ως μεγαλοκαρχαρίες της Αργεντινής ή ως εφοπλιστές των επτά θαλασσών παρά ως επιχειρηματίες δεμένοι με τον εμφανιζόμενο υπό διαλυτική αίρεση, «ακόμη δικό τους», εθνικό ελλαδικό χώρο. θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να σημειωθεί ότι ή συμπεριφορά αύτη των κεφαλαιούχων, στην περίοδο μετά το 1945, ούτε παράδοξη είναι ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί ως συνάρτηση μιας «ελλειμματικής», λογικά ή ηθικά, στάσης ως προς τις επενδυτικές τους επιλογές. Είναι φανερό ότι ο στόχος του κεφαλαιοκράτη δεν μπορεί να είναι παρά μόνον ή μεγιστοποίηση του κέρδους του. Ή επιχειρηματική δραστηριότητα όμως δεν συντελείται σε ένα κοινωνικό κενό, αλλά σε έναν δεδομένο τόπο και χρόνο και κάτω από ορισμένες συνθήκες. Η κεφαλαιϊκή συσσώρευση πραγματοποιείται, λοιπόν, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου πλέγματος θεσμών και κοινωνικών πρακτικών, ανάμεσα στους οποίους το επίπεδο και ή δομή της ταξικής πάλης παίζει βασικό ρόλο. Σε μια χώρα, λοιπόν, όπου ή έκβαση της στρατιωτικής και πολιτικής πάλης εμφανιζόταν αβέβαιη και όπου, ακόμη και μετά τη λήξη του εμφυλίου, το μέλλον της χώρας, από την άποψη της εξέλιξης των εσωτερικών της ισορροπιών και των διεθνών της διασυνδέσεων, φαινόταν «επικίνδυνο» (πράγμα στο όποιο συνέτεινε ο ίδιος ο «αμυντικός» και απολογητικός χαρακτήρας της επίσημης ιδεολογίας), θα ήταν τουλάχιστον περίεργο να επιχειρούσαν, σε ευρεία κλίμακα, μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αναπόσπαστα «δεμένες» με τον ελλαδικό χώρο και υλικά μη μετακινήσιμες. και τούτο, έστω και αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κερδοφόρες επενδύσεις στη βιομηχανική παραγωγή, πράγμα πού είναι εξαιρετικά αμφίβολο, τόσο για λόγους πού ανάγονται στο γενικότερο «άνοιγμα» του διεθνούς εμπορίου στην περίοδο αυτή -άνοιγμα πού επιτάχυνε και όξυνε τις διαδικασίες περιφερειοποίησης των εξαρτημένων χώρων. Όσο και για λόγους πού συνδέονται με την ανυπόκριτη «αποθάρρυνση» της ελληνικής εκβιομηχάνισης από μέρους των προστάτιδων δυνάμεων. Ο κατά προτίμηση, λοιπόν, προσανατολισμός των κεφαλαιούχων προς βραχυπρόθεσμες χρηματιστικές και σπεκουλαδόρικες δραστηριότητες και η μαζική παράνομη εκροή συναλλάγματος, παρ' όλα τα αυστηρότατα μέτρα -μία ακόμη έκφραση της αντίφασης ανάμεσα στην οροθέτηση των συλλογικών και μακροπρόθεσμων συμφερόντων της άρχουσας τάξης και στη συμπεριφορά των κατ' ιδίαν κεφαλαιούχων- είναι η φυσική και λογική συνέπεια των αβεβαιοτήτων ως προς την τελική έκβαση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Η πλήρης αδιαφορία των κεφαλαιούχων για το ξεχαρβάλωμα του κρατικού μηχανισμού δεν είναι παρά μία από τις δευτερεύουσες προεκτάσεις της γενικής τους διστακτικότητας.
Είναι περιττό να τονιστούν οι μακροπρόθεσμες προεκτάσεις της επιλογής αυτής πού εκφράζεται, από την άποψη πού μας ενδιαφέρει εδώ, και με τη σημερινή «κακοδαιμονία» του κρατικού μηχανισμού. Από μια στιγμή και πέρα, η δυναμική της «διοικητικής συσσώρευσης» αυτονομείται, η παρκινσονική78 λογική διαχέεται στο σύνολο του μηχανισμού και οι πολιτικές δυνατότητες επιγενόμενης διαρθρωτικής παρέμβασης γίνονται ολοένα και μικρότερες.

[78. Κλασικές στο είδος τους παραμένουν, στον αγγλοσαξωνικό τουλάχιστον χώρο, οι χιουμοριστικές τυπολογίες και περιγραφές της γραφειοκρατικής συμπεριφοράς του C. Northcoff Parkinson. Από το Ρarkinson's Law, πού πρωτοδημοσιεύθηκε το 1937 μέχρι το The Law is still in pursuit, London, John Murray, 1979, οι- παρατηρήσεις του Parkinson είναι συχνά οξυδερκέστερες από πολλές περισπούδαστες κοινωνιολογικές αναλύσεις.]

Αυτό ακριβώς συνέβη μετά το 1960, οπότε οι συντηρητικές κυβερνήσεις, ακόμη και στο μέτρο πού το επιδίωκαν, δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν το πολιτικό κόστος μιας «εκκαθαριστικής» διοικητικής αναδιάρθρωσης, πού, από ένα σημείο και πέρα, βρισκόταν πια σε συνάρτηση και προς τα ίδια τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. (Αυτό επίσης συμβαίνει και σήμερα υπό το κράτος της σοσιαλιστικής κυβέρνησης). Μία ακόμη απόδειξη ότι το κράτος δεν είναι μόνον ένας «εξαρτημένος» μηχανισμός, πού εκτελεί απλώς ως όργανο τις επιταγές της «υπεύθυνης» κυβέρνησης, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας αυτόνομος εσμός κοινωνικών φορέων, με συμπηγμένα «εσωτερικά» σωματειακά συμφέροντα, πού πιέζει και διαπραγματεύεται με την επίσημη εξουσία, όσον άφορα τους όρους της ύπαρξης και της αναπαραγωγής του. Προφανώς δε, όσο ευρύτερος και πιο διογκωμένος είναι ο κρατικός μηχανισμός, τόσο και πολιτικο-κοινωνικά ισχυρότερη θα είναι και ή διαπραγματευτική δύναμη της δημοσιοϋπαλληλίας, και τόσο πιο δύσκολο θα είναι, για μια οποιαδήποτε πολιτική εξουσία, να αναστρέψει τις τάσεις. Από ένα σημείο και πέρα, το ίδιο το πλήθος και το κοινωνικό βάρος των υπαλλήλων τους καθιστά κυριολεκτικά κράτος εν κρατεί.
Οι συγκεκριμένες προεκτάσεις της κατάστασης αυτής, στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού στην Ελλάδα, είναι απροσμέτρητες. Παρ' όλη την ισχύ της πολιτικής εξουσίας, ή τυχόν παρέμβαση της εις βάρος των οργανωμένων υπαλληλικών κυκλωμάτων, κινδύνευε να είναι καταλυτική. Η εξάρτηση των υπαλλήλων από την πολιτική εξουσία (πού δεν σταματά με την πρόσληψη, αφού ακόμη και οι, μόνιμοι υπάλληλοι «εξαρτώνται» από πάνω για την παροχή επιμίσθιων υπερωριών, συμμετοχών σε συμβούλια κ.λπ.) εξασφάλιζε, βέβαια, την πολιτική και ιδεολογική ευθυγράμμιση των κριτικών οργάνων προς τις άνωθεν επιταγές, αρκεί να μην θίγονταν τα γενικά συμφέροντα των δημοσίων υπαλλήλων.
Αλλά η εξ υπαρχής συντεχνιακή πελατειακή και εξω-υπηρεσιακή αντιμετώπιση της επάνδρωσης των δημοσίων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την εκ προοιμίου αντιλειτουργικότητα και αναποτελεσματικότητα τους, καθιστούν αδύνατη την ανάπτυξη ενός «δημοσιοϋπαλληλικού ήθους». και συνεπώς, οι αντιστάσεις σε οποιεσδήποτε μεταβολές κινδύνευαν να προκαλέσουν απρόβλεπτες πολιτικές κρίσεις, η σημασία των οποίων ευρύνεται εξαιτίας ακριβώς του μεγάλου σχετικού κοινωνικού βάρους του δημόσιου τομέα. Στο μέτρο, λοιπόν, πού η ίδια η δόμηση των μηχανισμών έγινε με κριτήρια εξω-λειτουργικά -και μάλιστα κατά τρόπο εξόφθαλμο- είναι φανερό ότι τα ίδια τα συμφέροντα των υπαλλήλων ήταν μόνιμα συνδεδεμένα με τα κέντρα εξουσίας, πού επιδίωκαν ή ανέχονταν την απλή αναπαραγωγή του όλου συστήματος σε πλήρη απεμπλοκή με την επίτευξη οποιωνδήποτε συγκεκριμένων διοικητικών «σκοπών». Με την έννοια αυτή, ποτέ δεν επιτεύχθηκε μια θεσμοποίηση του ορθολογισμού,79 πού θα εμφανιζόταν σαν να συνέπλεκε τα συμφέροντα των γραφειοκρατών με την επίτευξη των συγκεκριμένων σκοπών της γραφειοκρατικά δομημένης οργάνωσης.

[79. Βέβαια, το ουσιαστικό πρόβλημα πού τίθεται εδώ είναι προφανώς ευρύτερο και συνδέεται με την ίδια τη δυνατότητα ορισμού ενός «εξωαγοραίου ορθολογισμού». …., ανεξάρτητα από το πρόβλημα αυτό, πού παραμένει τεράστιο, είναι γεγονός ότι στις περιφερειακές κοινωνίες ή «καταναγκαστική» εκλογίκευση των συμφερόντων δεν έχει επικρατήσει ούτε καν στο επίπεδο του τρέχοντος λόγου. Με αποτέλεσμα, τα διαφαινόμενα «συμφέροντα» των γραφειοκρατών να μην συνδέονται ούτε κατ' επίφασιν με την, έστω αχνά, διαγραφόμενη επίτευξη συλλογικών ή συστημικών στόχων.]

Και η ίδια η ασθενικότητα της εκ των άνω εκλογικευτικής βούλησης, πού θα ήταν δυνατόν να περιορίσει σχετικά τη δημοσιοϋπαλληλική αύτοαναπαραγωγή, είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση και την παγίωση της γραφειοκρατικής αδράνειας.
Τέλος, στο σημείο αυτό θέλω να παρατηρήσω ότι η «αδράνεια» αυτή δεν θα πρέπει να νοηθεί ως μια «ελλειμματική» ή «δύσμορφη» λειτουργία της ελληνικής κρατικής γραφειοκρατίας. Αντίθετα, η αριστοποίηση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών προσκρούει φυσιολογικά στην αντίσταση των μισθωτών φορέων πού τους επανδρώνουν. Σε κοινωνίες όπου πρυτανεύει η ατομιστική-ωφελιμιστική ιδεολογία, ή λογική και αναμενόμενη ταξική συμπεριφορά των εξαρτημένων κοινωνικών φορέων, πού ούτε την εργασιακή διαδικασία ελέγχουν, ούτε το αποτέλεσμα της τους άφορα προσωπικά, δεν είναι η προσπάθεια αλλά η «λούφα». Πράγματι, μία από τις μονιμότερες και σοβαρότερες αντιφάσεις στον καπιταλισμό είναι εκείνη που αντιπαραθέτει την (αναγκαία) διάχυτη ατομοκεντρική ιδεολογία, από τη μια μεριά, με την εργασιακή πειθαρχία και την εσωτερίκευση των παραγωγιστικών και αριστοποιητικών αξιών, από την άλλη. Σε σημείο ώστε να μην υπερβάλει κανείς λέγοντας ότι ή ιστορία των καπιταλιστικών εργασιακών σχέσεων συμπίπτει με την ιστορία των διαφόρων μεθόδων, με τις όποιες επιβάλλεται, εκβιάζεται ή προκαλείται ή συμμόρφωση των εργαζομένων στις επιταγές της αποτελεσματικότητας. Η οργανωμένη ή αυθόρμητη πάλη εναντίον των μεθοδεύσεων αυτών είναι μία από τις πιο πάγιες μορφές της ταξικής πάλης, πού είναι ίσως και αξεπέραστη στο πλαίσιο μισθωτών συστημάτων, εφ' ω και, όπως παρατηρούσε ο Max Weber, προϋπόθεση της γραφειοκρατικής οργάνωσης είναι ή ταύτιση «του γραφειοκράτη» με τη λειτουργία του, μια ταύτιση όμως πού δεν μπορεί παρά να είναι σχετική και πού δεν συμπίπτει κατ' ανάγκην με την επαγγελματική «ευσυνειδησία».80

[80. Στο σημείο αυτό μπορεί να κάνει κανείς και μια επιπλέον υπόθεση πού αναφέρεται στην κυρίαρχη δημοσιοϋπαλληλική ιδεολογία: ή βαθμιαία υποχώρηση της παραδοσιακής νομιμοποιητικής εμβέλειας της ιδέας του «γενικού συμφέροντος», σε όφελος μιας πολύ πιο διφορούμενης αντίληψης της δημόσιας δράσης, ως διαπραγμάτευσης και εξισορρόπησης ανάμεσα σε αντιφατικές και αντιπαρατιθέμενες μορφές κοινωνικής ζήτησης, έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί. Στο πλαίσιο αυτής της διαρκούς εισβολής ιδιωτικών ή συντεχνιακών συμφερόντων στις συνιστώσες της δημόσιας διοικητικής δράσης, εισβολής πού οδηγεί σε μιαν αναπόφευκτη σχετικοποίηση και απομυθοποίηση της έννοιας του γενικού συμφέροντος, είναι ίσως φυσικό να αμβλύνονται και οι, ιδεολογικές βεβαιότητες του δημοσιοϋπαλληλικού στόχου σε ότι άφορα την εξωτερίκευση της προβαλλόμενης ουδετερότητας του ρόλου τους ως τοποτηρητών ενός αντικειμενικού και απόλυτου «γενικού συμφέροντος». Στην ίδια την απόλυτη διχοτόμηση ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό υποκαθίσταται μια εξαιρετικά περίπλοκη κοινωνική σηματοδότηση της δημόσιας διοικητικής πράξης ως διαχειριστικής σύνθεσης των «ιδιωτικών» της συνιστωσών.]

Έτσι, όταν οι συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, πού σημαδεύουν τη δόμηση ενός μηχανισμού, είναι τέτοιες, ώστε το μέλημα της τιθάσευσης και υποταγής των εργαζομένων στους δεδομένους «αριστοποιητικούς» σκοπούς του μηχανισμού να εμφανίζεται ως δευτερεύον ή και περιθωριακό, τότε είναι απόλυτα λογικό οι οποιεσδήποτε εκ των άνω εκλογικευτικές (και συνεπώς καταπιεστικές), παρεμβάσεις να προκαλούν αυξημένες αντιστάσεις και να καθιστούν δυνατή και την εσωτερίκευση της αδράνειας ως «κεκτημένου δικαιώματος» και «αναγνωρισμένης» συλλογικής πρακτικής.

ΣΤ. ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πολύ σύντομα, τώρα, θα αναφερθώ σε μιαν άλλη, ίσως ακόμη σημαντικότερη προέκταση της ξαφνικής διόγκωσης του δημόσιου τομέα μετά τον πόλεμο. Το γεγονός ότι το κράτος υπήρξε ο σημαντικότερος (και για ορισμένες κατηγορίες σχεδόν ο μοναδικός) εργοδότης δεν μπορούσε παρά να έχει γενικότερες επιπτώσεις στις κυρίαρχες μορφές της κοινωνικής κινητικότητας. Σε μια χώρα, οπού το ποσοστό της ανεργίας (ή της υποαπασχόλησης) ήταν μέχρι, τουλάχιστον το 1960, τεράστιο, και στην οποία, ταυτόχρονα, η ιδιωτική αγορά εργασίας παρέμενε υποτονική, η απασχόληση στο Δημόσιο εμφανιζόταν, για πολλές κοινωνικές κατηγορίες, ως η μοναδική ελπίδα οικονομικής εξασφάλισης, επαγγελματικής αποκατάστασης και κοινωνικής και ταξικής ανέλιξης.
Δεν θα επιμείνω εδώ στο ζήτημα κατά πόσον ή κρατική απασχόληση επηρέασε το σύνολο των μορφών καταμερισμού της εργασίας στην ελλαδική κοινωνία, θα περιοριστώ μόνο σε έναν χώρο, όπου το κράτος ως εργοδότης έπαιξε, νομίζω, ρόλο θεμελιακό: όπως σημείωσα και πριν, για τα μορφωμένα στρώματα ή δημόσια εργοδοσία υπήρξε ο σχεδόν αποκλειστικός τρόπος παγίωσης της κοινωνικής και επαγγελματικής τους προώθησης.
Αντίθετα, για τις μάζες των εργατών και χωρικών, πού παρέμεναν καθηλωμένοι στο εκπαιδευτικό επίπεδο του δημοτικού σχολείου, ή κρατική εργοδοσία δεν μπορούσε παρά να είναι δευτερεύουσα μορφή κοινωνικής απορρόφησης. Γι' αυτούς η κοινωνική «διέξοδος» από τη γενικευμένη ανεργία της δεκαετίας του '50 παρασχέθηκε από την ευρύτατη μεταναστευτική ροή, πού από το 1955 ως το 1970 οδήγησε πάνω από 1.000.000 Έλληνες στα εργοστάσια της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε μια διχοτόμηση των κυρίαρχων ροών της μαζικής κοινωνικής κινητικότητας. Από τη μια μεριά, τα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα, κυρίως στην ύπαιθρο, απειλούμενα από άμεση προλεταριοποίηση ή από ανεργία, εξαναγκάστηκαν να εκπατριστούν, στο πλαίσιο της νέας διάρθρωσης του παγκόσμιου συστήματος του καταμερισμού της εργασίας. Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος από τα απειλούμενα «ανώτερα» στρώματα απορροφήθηκε από τον κρατικό μηχανισμό. Η διχοτόμηση αυτή των επαγγελματικών προοπτικών, πού συνδέεται σαφώς με μιαν εκπαιδευτική ιεράρχηση, είναι, νομίζω, εξαιρετικά σημαντική όσον άφορα τις κοινωνικές και ιδεολογικές της προεκτάσεις. Στηρίζεται, βέβαια, σε μια μακρόχρονη καταβολή: ήδη από την αρχή της ανεξάρτητης ύπαρξης του ελληνικού κράτους, η εκπαίδευση υπήρξε ο βασικότερος μηχανισμός μεθόδευσης της κοινωνικής ανέλιξης. Έτσι, εξάλλου, εξηγείται και ο έντονος φετιχισμός της εκπαίδευσης, πού αποτελεί σταθερό γνώρισμα της νεοελληνικής κοινωνίας81 και θεμελιώνει, σε μεγάλο βαθμό, τον κατά προτίμηση προσανατολισμό των Ελλήνων σε γενικές, νομικές, ή «κοινωνικές» σπουδές, σε βάρος των τεχνολογικών και φυσικών επιστημών.
Η μεταπολεμική εξέλιξη ακολουθεί, λοιπόν, τα παραδοσιακά χνάρια, με μιαν όμως σημαντική διαφορά: ότι, ταυτόχρονα με τον κυρίως κρατικά προσανατολισμένο εκπαιδευτικό φετιχισμό των γενικών γνώσεων, ή μετανάστευση προβάλλεται ως μαζική κοινωνική λύση, οδηγώντας έτσι σε εντελώς νέες εκπαιδευτικές, κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Δεν είναι δυνατόν, στο σημείο αυτό, να προχωρήσουμε περισσότερο στην ανάλυση των συνεπειών της νέας αυτής συνθέτης δομής, πού, ας το επαναλάβουμε, προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά τρόπο έμμεσο, και ίσως παράδοξο, η μεταναστευτική ροή συνέβαλε και αυτή αποφασιστικά στην αναδόμηση της μικροαστικής Ελλάδας, και μάλιστα με πολλούς τρόπους. Συμβάλλοντας αποφασιστικά στη σταθεροποίηση της οικογενειακής μικρομεσαίας γεωργικής εκμετάλλευσης, τόσο άμεσα με τη μείωση της αγροτικής υποαπασχόλησης όσο και με την ευθεία οικονομική ενίσχυση της, και ενισχύοντας τη γενική ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας με τα μεταναστευτικά εμβάσματα, ή μετανάστευση «απήλλαξε» την Ελλάδα από τις οξύτερες εστίες των κοινωνικών συγκρούσεων πού επαπειλούνταν. Και, μέσα από μια διαδικασία ιδιόμορφης κινητικότητας, συνέτεινε στην οικονομική και ιδεολογική καθήλωση των απειλούμενων μικροαστικών στρωμάτων, πού μεσοπρόθεσμα κατόρθωσαν να επανασυμπτυχθούν σε αυτόνομους μικροεπιχειρηματίες. Όταν, μετά το 1970, άρχισε ή ροή της παλιννόστησης, οι μετανάστες, ή τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα ανάμεσα τους, επανήλθαν ως σταθεροποιημένοι και «πολυσθενείς» αυτοαπασχολούμενοι φορείς, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη. Έτσι, ως προς την Ελλάδα, δεν υπήρξαν προλετάριοι παρά προσωρινά, και μάλιστα μόνον έξω από τον ελληνικό χώρο.82

[82. H πολυμορφία των νέων διαδικασιών, με τις όποιες κατασκευάζονται εργατικές τάξεις από το παγκόσμιο σύστημα, υπό τις συνθήκες μιας καθολικής δυνατότητας υπερεθνικής διακίνησης της εργατικής δύναμης, τονίζεται, ανάμεσα σε άλλους, από τον Eric Wolf. Μία από τις ιδιοτυπίες των νέων μορφών προλεταριοποίησης είναι προφανώς ότι ή συνεχής χρησιμοποίηση αλλοδαπής εργασιακής δύναμης δεν προϋποθέτει την αναπαραγωγή ενός σταθερά καθηλωμένου προλεταριάτου, όπως συνέβαινε στο πλαίσιο του «εθνικού» κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.
Αντίθετα, η «οικονομική βία» στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να εκφράζεται μέσω της διάχυτης αναπαραγωγής του ανελικτικού αποταμιευτικού-επενδυτικού φαντασιακού στις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Έτσι στις χώρες του Κέντρου, που φιλοξενούν πρόσκαιρους ή μόνιμους μετανάστες, οι «καλύτεροι» και πιο «πειθαρχημένοι» εργάτες θα τείνουν να είναι πιθανότατα οι δυνάμει μικροαστοί, για τους οποίους η προλεταριακή ιδιότητα εμφανίζεται ως προσωρινή και ως ατομικά υπερβατή. Χαρακτηριστικά, ανάμεσα στους παλιννοστούντες Έλληνες εργάτες, πολύ λιγότεροι από τους μισούς θεωρούν ότι ο συνδικαλισμός είναι αναγκαίος για τους εργάτες, ακόμη και ανάμεσα σ' εκείνους πού εμφανίζονται ως άνεργοι.
]

Τόσο οικονομικά όσο και πολιτικό-ιδεολογικά, ή κοινωνική τους κατάσταση υπήρξε μακροπρόθεσμα καθαρά μικροαστική. Ανεξάρτητα από αίτια και συγκυρίες, είναι λοιπόν γεγονός ότι τη στιγμή ακριβώς πού οι κοινωνικές δυναμικές της χώρας ωθούσαν άμεσα προς την κατεύθυνση μιας μαζικής προλεταριοποίησης, οι μηχανισμοί της μεταναστευτικής ροής κατέστησαν έμμεσα δυνατή τη βαθμιαία επέλευση μιας εντελώς αντίθετης ταξικής κρυστάλλωσης και τη συνακόλουθη αποσόβηση των κοινωνικών συνεπειών, πού θα απέρρεαν από τη σύγκρουση ανάμεσα στη διχοτόμηση των ροών της κοινωνικής κινητικότητας, πού επισημάνθηκε παραπάνω. Άλλα εξίσου σπουδαία είναι και ή ιδεολογική πλευρά της διαδικασίας αυτής. Πράγματι, σύμφωνα με τα παραδοσιακά σχήματα, ή μετανάστευση εκλαμβανόταν ως πρόσκαιρη λύση με σαφή την προοπτική της επιστροφής, πού μεταφραζόταν και σε παράλληλη ένταξη στα μικροαστικά στρώματα. ο εκπατρισμός φαίνεται, λοιπόν, ότι λειτούργησε ως κοινωνική προϋπόθεση, πού θα επέτρεπε έναν μακροπρόθεσμο κοινωνικό προβιβασμό. Όλες οι πληροφορίες πού διαθέτουμε μαρτυρούν αυτή τη στάση των μεταναστών ή των δυνάμει μεταναστών. Δεν είναι τυχαίο αν αυτή η φαντασιακή μελλοντική προσχώρηση στη μικροαστική τάξη εκφράζεται στην πραγματικότητα με μια κοινωνική άνοδο πολλών από τους Έλληνες μετανάστες, οι όποιοι έφτασαν, σε αναλογία πολύ μεγαλύτερη από τα άλλα εθνικά σύνολα, να μεταμορφωθούν σε ενεργεία ή δυνάμει ανεξάρτητους μικροαστούς και στις χώρες υποδοχής.84

[84. Στό σημείο αυτό, έχει ενδιαφέρον ή ανάλυση των διαφαινομένων «κινήτρων» της μεταναστευτικής απόφασης, και τούτο παρ' όλη την περιορισμένη εξηγητική αξία των οποιωνδήποτε δεδομένων, πού κωδικοποιούνται, μοιραία, με δάση τις τρέχουσες συλλογικές παραστάσεις, οι όποιες τείνουν να καθηλώσουν το φαινόμενο σε μια μονοσήμαντη μήτρα, όπως συμβαίνει, π.χ., με την κλασική διάκριση των παραγόντων προσέλκυσης και απώθησης (push and pull factors), πού οροθετούν, υποτίθεται, τη μεταναστευτική πρακτική. Με αυτόν τον τρόπο τα κίνητρα, ταξινομούμενα πολωτικά, και οι ψυχοκοινωνικές κατηγορίες υποστασιοποιούνται, σε σημείο ώστε η χρησιμοποίηση τους, στο πλαίσιο προσπαθειών προσέγγισης των αιτιωδών σχέσεων, να είναι οπωσδήποτε αποπροσανατολιστική. Ωστόσο, τα ίδια αυτά δεδομένα είναι οπωσδήποτε χρήσιμα ως ενδείξεις του περιρρέοντος κοινωνικού φαντασιακού, πού διαποτίζει το τρέχον σύστημα βλέψεων, προσδοκιών και προταγμάτων του ατόμου. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό πώς πολλές δειγματοληπτικές έρευνες δείχνουν ότι οι απαντήσεις πού προβάλλουν «βελτιωτικά» ή «επενδυτικά» κίνητρα (αποταμίευση, καλυτέρευση οικονομικής κατάστασης, αγορές κ.λπ.) της μεταναστευτικής απόφασης είναι τριπλάσιες από εκείνες πού αποδίδουν τη μετανάστευση σε παράγοντες αδήριτης οικονομικής πίεσης και αδυναμίας για την εξεύρεση άλλης λύσης (ανεργία, ανεπάρκεια γης κ.λπ.).
Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και απ’ όλα τα άλλα υφιστάμενα δεδομένα: το ελληνικό μεταναστευτικό ρεύμα έχει κατά κύριο λόγο ως στόχο τη «βελτίωση» των συνθηκών, δηλαδή την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη.
Στο σημείο αυτό, διεθνείς συγκριτικές αναλύσεις επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι οι Έλληνες «ελπίζουν στη βελτίωση της κοινωνικής τους κατάστασης» περισσότερο απ’ όλες τις άλλες εθνικές κοινότητες, γεγονός πού δεν μπορεί παρά να συναρτάται με το ότι γενικά ενσωματώνονται σε υψηλότερα ποσοστά σε «επιτυχημένες» κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες. Κοντολογίς, περισσότερο από άλλου, το ελληνικό μεταναστευτικό κίνημα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από σαφέστατες και ανυπόκριτες βλέψεις κοινωνικο-επαγγελματικής ανεξαρτοποίησης και από προσδοκίες απαλλαγής από οποιαδήποτε εξαρτημένη εργασιακή μορφή. ]

Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ηθελημένη και πλατιά διαρθρωμένη στρατηγική. Σε μεγάλο βαθμό, η μετανάστευση αποτέλεσε τον μαζικό ενδιάμεσο μηχανισμό, ο όποιος επέτρεψε σε μια μερίδα αγροτών, που απειλούνταν με προλεταριοποίηση, να αντιληφθεί τη δυνατότητα πραγματοποίησης των άμεσων στόχων αυτής της κοινωνικής κατηγορίας.
Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι, ανεξάρτητα από τις αιτίες και τις συγκυρίες -τη στιγμή πού οι εσωτερικές κοινωνικοοικονομικές δυναμικές της χώρας φαίνονταν να οδηγούν αναπόφευκτα σε μια μαζική προλεταριοποίηση, επιφέροντας μια νέα έκρηξη αντιθέσεων- η μετανάστευση λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας, πού οδήγησε τελικά σε μια ταξική σταθεροποίηση ολότελα αντίθετη και στη διχοτόμηση των ρευμάτων κινητικότητας.
Μια τελευταία παρατήρηση σ' αυτό το σημείο: Αυτή ή παράδοξη εξέλιξη επέτρεψε την ανάπτυξη της μικροαστικής τάξης σε εντυπωσιακά επίπεδα. Όταν οι κρατικοί μηχανισμοί εξακολουθούν να αποκαθιστούν έναν απίθανο αριθμό μισθωτών, οι συνθήκες των μη κρατικών μισθωτών εξελίσσονται πολύ λιγότερο. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι ή Ελλάδα, συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρουσιάζει, μέχρι σήμερα ακόμη, το πιο χαμηλό ποσοστό μισθωτών στον ενεργό πληθυσμό. Είναι περιττό να υπογραμμίσω την οικονομική και κοινωνική σπουδαιότητα αυτής της εμφανούς «αντίστασης» της Ελλάδας στη δημιουργία μισθωτών. Γεγονότα πού δεν μπορεί, άλλωστε, να μας αφορούν εδώ, αλλά τα όποια διαπιστώνονται από τη χαρακτηριστική αποδιοργάνωση της αγοράς εργασίας, πού κι αυτή επίσης φαίνεται να «αντιστέκεται» στις παγκόσμιες τάσεις του αυστηρού κατακερματισμού. Τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80, πού χαρακτηρίζονται από μια νέα καλπάζουσα αύξηση της ανεργίας -άμεσο αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- και παρά την εξέλιξη της περιφερειοποίησες, πού χαρακτηρίζει τη χώρα (εξαιτίας μάλλον των ειδικών μορφών αυτής της εξέλιξης), ή Ελλάδα βρέθηκε σε μια κατάσταση οπού ή μικροαστική τάξη παρουσίαζε, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, σημεία γρήγορης ανάπτυξης και ασυνήθιστης σταθερότητας.
Στην πραγματικότητα, το πέρασμα από μια κατάσταση, όπου η μικροαστική τάξη ήταν περιορισμένη σε μια μοναδική ή κυρίαρχη μορφή προσωπικών ή οικογενειακών δραστηριοτήτων, σε μια νέα κατάσταση, πού χαρακτηρίζεται από τη συνειδητή και ηθελημένη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων και πηγών κέρδους, θα μπορούσε να θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες κοινωνικές μεταβολές στη διαδικασία παγίωσης της. Δεν γεννάται θέμα να υπεισέλθουμε στους σίγουρα πολλαπλούς συντελεστές, πού προκάλεσαν την εμφάνιση του φαινομένου αυτού. Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε ότι ή αφθονία αυτού του τύπου νέων ταξικών στρατηγικών, πού επικράτησαν στην Ελλάδα, θα έπρεπε να συσχετίζεται με τον κρατικό «πόλο» της απασχόλησης. Η μαζική πρόσβαση στις δυνατότητες πού προσφέρει αυτός ο «πόλος», ο οποίος αντιπροσωπεύει μια θεμελιακή κοινωνικο-οικονομική ασφάλιση, καθιστά δυνατή την ανάπτυξη μικροαστικών στρατηγικών μικροκερδοσκοπισμού προς κάθε κατεύθυνση, στρατηγικών στα πλαίσια των οποίων αναπτύσσονται παράδοξοι συνδυασμοί «μερικής» και «εποχικής» εργασίας ορισμένων μελών της οικογένειας, με την προσωρινή ή μη «τοποθέτηση» ενός μέρους των οικογενειακών πόρων.
Ωστόσο, θα φαινόταν ότι πρόκειται για μια διαδικασία πού θα καθιστούσε λιγότερο σαφή, σχετικά τουλάχιστον, τα όρια μεταξύ των δύο αυτών ομάδων, στη δάση της αναπτυσσόμενης αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο αυτών υποσυνόλων, αλληλεπίδρασης της οποίας οι μορφές φαίνονται ακόμη λιγότερο παγιωμένες. Το θέμα είναι πολύ πρόσφατο και ιδιαίτερα πολύπλοκο, ώστε δεν μπορεί κανείς παρά να διατυπώνει υποθέσεις. Αλλά ο πολλαπλασιασμός των ποικίλων μορφών -πού μπορούν να υποκαθιστούν η μία την άλλη- του επαγγελματισμού και της κοινωνικής ενσωμάτωσης εμφανίζεται στο εξής δεδομένος. Ελάχιστοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, πού δεν έχουν μια δεύτερη απασχόληση σε οποιονδήποτε τομέα δραστηριότητας και ελάχιστοι οι μικρο-«ανεξάρτητοι», πού δεν εποφθαλμιούν μια θέση στο Δημόσιο. Οι τρέχουσες συνθήκες απασχόλησης στους μηχανισμούς του κράτους καθιστούν δυνατή την κοινωνική και επαγγελματική πολυθεσία. Είναι, λοιπόν, μια βασική αιτία, πού συμβάλλει ώστε οι μέσες ή κατώτερες δημόσιες απασχολήσεις να είναι γενικά πολύ πιο επιθυμητές από τις «ιδιωτικές», παρά τις γενικά χαμηλότερες αποδοχές.
Η αλληλοδιείσδυση των μισθωτών του Δημοσίου και της μικρής ανεξάρτητης οικογενειακής επιχείρησης είναι, ωστόσο, ένα φαινόμενο πολύ πιο σημαντικό από τη διπλή απασχόληση. Η πολλαπλή κοινωνικο-οικονομική ολοκλήρωση φαίνεται, πραγματικά, να ανταποκρίνεται στην εμφάνιση των πολυποίκιλων και εύκαμπτων οικογενειακών επιχειρήσεων και στις νέες πολυδιάστατες στρατηγικές κινητικότητες, πού επιδιώκουν τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό της «ασφάλειας» και της μεγιστοποίησης των κερδών. Σ' αυτή την περίπτωση, το κράτος παρέχει την «ασφάλεια» (ή απασχόληση αντί της κοινωνικής ασφάλισης πού δεν υπάρχει), ενώ οι υπόλοιπες δραστηριότητες αποσκοπούν στη συσσώρευση ενός μικρού οικογενειακού κεφαλαίου.

Ζ. ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ
Θα προσπαθήσω, τέλος, να αναλύσω ορισμένα αποτελέσματα της κρατικής απασχόλησης στο «εκπαιδευμένο» κοινωνικό υποσύνολο και ιδιαίτερα γύρω από τη διαδικασία κοινωνικής παραγωγής των αποφοίτων Λυκείου και των πτυχιούχων Πανεπιστημίου.
Το πρώτο θέμα πού πρέπει να τεθεί αφορά την αναλογία των απορροφηθέντων πτυχιούχων από τον δημόσιο τομέα. και σ' αυτό το σημείο δεν είναι δυνατόν παρά να κάνουμε εκτιμήσεις κατά προσέγγιση. Και τούτο διότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ακρίβεια πόσοι και ποιοι ανάμεσα, στους πτυχιούχους απορροφούνται από το κράτος και σε ποιους κλάδους, όπως και τη διαχρονική εξέλιξη του ρόλου του κράτους στην απορρόφηση τους. Ακόμη μια φορά, ο πλήρης υπολογισμός είναι αδύνατος, γιατί λείπουν εντελώς συνολικά στοιχεία για τις δημόσιες υπηρεσίες. Μια σειρά από υπολογισμούς μας δίνει εντούτοις τη δυνατότητα να κάνουμε ορισμένες υποθέσεις εργασίας. Έτσι για το 1980, π.χ., για το όποιο έχουμε τα σχετικά πληρέστερα στοιχεία, η εικόνα είναι η εξής:

Πτυχιούχοι απασχολούμενοι στον δημόσιο τομέα (1980):
Μόνιμοι υπάλληλοι κατηγορίας ΑΤ (πού προϋποθέτει πτυχίο) 20.584
Πτυχιούχοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου                                1.010
Μόνιμοι υπάλληλοι κατηγορίας ΑΤ ΝΠΔΔ                              8.907
Μη μόνιμοι υπάλληλοι ΝΠΔΔ πτυχιούχοι                                 389
Πτυχιούχοι υπουργείου Εξωτερικών                                       545
Δικαστικοί                                                                      2.043
Πτυχιούχοι υπάλληλοι Γραμματείας δικαστηρίων                      432
Εκπαιδευτικοί                                                               71.310
Διδακτικό προσωπικό ΑΕΙ                                                 6.344
Σύνολο                                                                      111.564
-Πηγή: Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, Δελτίο στατιστικών στοιχείων προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών (έτους 1980), Αθήνα 1981 (πολυγραφημένο). Στατιστική επετηρίς της Ελλάδος, 1981.




Στους ανωτέρω δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπάλληλοι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι στρατιωτικοί και τα Σώματα Ασφαλείας, οι ειδικές θέσεις μετακλητών υπαλλήλων καθώς και, πράγμα πολύ σημαντικότερο, τα διάφορα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, πού εποπτεύονται από το κράτος (Τράπεζες, Ιδρύματα, Ιδρύματα Ερευνών κ.ο.κ.) και οι κρατικές επιχειρήσεις. Δεν μπορούμε, βέβαια, να υπολογίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των πτυχιούχων πού απασχολούνται στους χώρους αυτούς, θα πρέπει όμως να είναι τουλάχιστον της τάξεως των 20.000-30.000.
Το σύνολο, λοιπόν, των πτυχιούχων πού απασχολούνται στο Δημόσιο το 1980 θα πρέπει να είναι της τάξεως των 130.000-140.000. Δεν έχουμε, ακόμη, δεδομένα για τον συνολικό αριθμό των πτυχιούχων το 1980. Σύμφωνα, όμως, με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 1971 ο συνολικός αριθμός τους ήταν 210.068. Έτσι, δεδομένου ότι για το 1971, σε όλους περίπου τους τομείς, οι υπάλληλοι φαίνεται να ήταν περίπου τα 3/4 των υπαλλήλων του 1980, μπορεί να συναγάγει κανείς το συμπέρασμα ότι και γύρω στο 1970 ο δημόσιος τομέας, με την ευρεία έννοια, φαίνεται να απασχολούσε περίπου το 50% του συνόλου των πτυχιούχων. Ωστόσο, αν σκεφθούμε ότι το τελευταίο αυτό σύνολο περιλαμβάνει άτομα πού δεν μετέχουν ενεργά στην αγορά εργασίας, όπως συνταξιούχους, νοικοκυρές, στρατευμένους και εισοδηματίες, προκύπτει ότι το Δημόσιο θα πρέπει να απασχολούσε στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω από το μισό των ενεργών πτυχιούχων. "Αν, μάλιστα, περιορίσουμε το ερώτημα στους πτυχιούχους εκείνους, πού μετέχουν ενεργά στην αγορά εργασίας ως ενεργεία ή δυνάμει μισθωτοί, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος τους είναι ανεξάρτητοι επαγγελματίες (ή επιχειρηματίες), προκύπτει ότι από τους μισθωτούς πτυχιούχους ο δημόσιος τομέας απασχολεί ένα πολύ μεγάλο μέρος, πού ίσως και να υπερβαίνει και τα τρία τέταρτα τον σύνολον, και ότι, συνεπώς, στην αγορά εργασίας των πτυχιούχων το κράτος, με την ευρεία έννοια, παίζει ρόλο κυριαρχικό.
Το ίδιο αυτό συμπέρασμα μπορεί να 6γεί, ενδεικτικά έστω, από την ανάλυση της ροής των νέων προσλήψεων στον δημόσιο τομέα. Παίρνοντας ενδεικτικά το έτος 1964, για μόνο τον λόγο ότι υπάρχουν μερικά διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία,87 παρόλο πού ο χρόνος αυτός δεν είναι ίσως, από πολιτική άποψη, απόλυτα «τυπικός», μπορούμε να παρατηρήσουμε τα έξης:
Για τον χρόνο αυτόν, το σύνολο των νεοπροσληφθέντων πτυχιούχων μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ήταν 878. Σ' αυτούς πρέπει να προσθέσουμε 1.000 περίπου καθηγητές και 1.500 δασκάλους. Σύνολο περίπου 2.500 επιστημόνων, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονται οι δικαστικοί, οι στρατιωτικοί, οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου διοριζόμενοι στο Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ούτε φυσικά οι διοριζόμενοι στα ΝΠΙΔ και στίς επιχειρήσεις πού ελέγχονται από το κράτος. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το γεγονός ότι ο αριθμός των τελευταίων είναι αδύνατον να εξακριβωθεί, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι το σύνολο των νέων πτυχιούχων, πού άμεσα ή έμμεσα απασχολήθηκαν από τον δημόσιο τομέα το 1964, θα πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τις 3.000 ή και τις 3.500.
Αν τώρα σκεφθούμε ότι τον ίδιο χρόνο οι νέοι πτυχιούχοι μόλις ξεπερνούν τις 6.000 (συμπεριλαμβανομένων και των πτυχιούχων των Παιδαγωγικών Ακαδημιών), είναι σαφές ότι το Δημόσιο, με την ευρεία έννοια, απασχολεί πολύ πάνω από τους μισούς.
Η διερεύνηση της αναλογίας των πτυχιούχων κατά σχολές φωτίζει τη ροή ακόμη καλύτερα. Από τα 6.33788 νέα πτυχία της περιόδου 1964-1965, τα 1.596 απονέμονται από σχολές των οποίων ή βασική επιδίωξη είναι ή παροχή γενικών γνώσεων για την επάνδρωση διοικητικών μηχανισμών (Πάντειος, Ανωτάτη Εμπορική, Βιομηχανικές Σχολές).89 Χαρακτηριστικά, τον ίδιο χρόνο, 80% (και 87% των υποψηφίων) των νέων μονίμων υπαλλήλων προέρχονται από τις σχολές αυτές.90 "Αν σ' αυτούς προσθέσουμε και τους 1.722 πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, προκύπτει ότι πάνω από, 52% του συνόλου των νέων πτυχιούχων είναι σαφέστατα ποοσανατολισμένοι προς τον δημόσιο τομέα. Σ' αυτούς θα έπρεπε, βέβαια, να προστεθούν και οι απόφοιτοι των στρατιωτικών σχολών.
Από τους υπόλοιπους πτυχιούχους 1.077 (16% του συνόλου) προέρχονται από τις φιλοσοφικές και φυσικομαθηματικές σχολές. οι τελευταίοι, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, πάντως περισσότεροι από τους μισούς, επιδιώκουν και εν πολλοίς πετυχαίνουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση στο Δημόσιο, είτε -καί κατά κύριο λόγο- στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είτε και άλλου (αρχαιολογικές υπηρεσίες, ερευνητικά κέντρα, ανώτατη εκπαίδευση κ.ά). Ο ρυθμός αύξησης των καθηγητών των Γυμνασίων από το 1959 ως το 1964 (ο αριθμός των καθηγητών περνά από 4.979 σε 7.868 –δηλαδή 2.889 νέες θέσεις- πού μεταφράζεται, αν υπολογίσει κανείς τις αποχωρήσεις και παραιτήσεις, σε 700 περίπου νέους διορισμούς κάθε χρόνο) δείχνει ότι μ' αυτόν τον τρόπο απορροφούνται, στην περίοδο αυτή, γύρω στο 70% των νέων πτυχιούχων των παραπάνω σχολών.
Απομένουν οι καθαρά «ελευθέριες σχολές» (Νομική, Ιατρική, Οδοντιατρική, ΕΜΠ, Σχολή Καλών Τεχνών κ.ά.), με 1.932 νέους πτυχιούχους (32% του συνόλου). Απ' αυτούς οι περισσότεροι απορροφούνται, βέβαια, από τον «ιδιωτικό» τομέα και ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα. Ωστόσο, και ανάμεσα τους αρκετοί, απορροφούνται από το κράτος στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στα νοσηλευτικά ιδρύματα και σε σημαντικούς αριθμούς στα ΝΠΔΔ, πού ελέγχονται από το κράτος.
Από τον πρόχειρο αυτόν υπολογισμό, μπορούμε να συναγάγουμε ότι περισσότεροι από τα 2/3 των πτυχιούχων των ΑΕΙ κάθε λογής φαίνεται ότι προσανατολίζονται και καταλήγουν να απορροφούνται από το Δημόσιο και τις παραφυάδες του.
Βέβαια, ή διασπορά των παραπάνω στοιχείων μέσα στον χρόνο και ο επιλεκτικός χαρακτήρας των δεδομένων δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να αντλήσουμε οριστικά συμπεράσματα. Είναι, όμως, λογικό να σκεφθούμε ότι το φαινόμενο του έμμονου προσανατολισμού της ζήτησης για ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα προς τις «αντιπαραγωγικές» και, σε μεγάλο βαθμό, παρασιτικές κατευθύνσεις των γενικών σπουδών δεν είναι δυνατόν να συναρτάται, κατά κύριο λόγο, με ιδεολογικούς «ατταβισμούς», αλλά θα πρέπει να ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας των πτυχιούχων σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, το γεγονός ότι, κατά τρόπο πάγιο, ανάμεσα στο 1955 και στο 1965, ή Ελλάδα παρουσιάζει ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών εγγεγραμμένων στις νομικές και κοινωνικές επιστήμες και ταυτόχρονα το χαμηλότερο ποσοστό εγγεγραμμένων στις τεχνολογικές επιστήμες,91 δεν μπορεί να είναι άσχετο με τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους ως εργοδότη σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, σε συνάρτηση φυσικά με τη διστακτική και παραπαίουσα βιομηχανική ανάπτυξη.
Έτσι, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι, αν στην άμεση μεταπολεμική περίοδο οι ανάγκες πολιτικής σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος οδήγησαν στη γοργή οικοδόμηση ενός ογκώδους, υδροκεφαλικού και αντιλειτουργικού κρατικού μηχανισμού, στην περίοδο πού ακολούθησε, ή αναπαραγωγή του μηχανισμού αυτού και οι άμεσες προεκτάσεις του στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας για «εκπαιδευμένους» φορείς θα πρέπει με τη σειρά του να υπήρξε ο αποφασιστικότερος παράγοντας στην περαιτέρω διαμόρφωση των σχημάτων του εκπαιδευτικού προσανατολισμού και της κοινωνικής ζήτησης γιο. ανώτατη εκπαίδευση.
Μία ακόμη παρατήρηση είναι ίσως χρήσιμη. Η αναλογικά τεράστια συμμετοχή του κράτους στην απορρόφηση του εκπαιδευμένου προσωπικού συναρτάται, χωρίς αμφιβολία, και με την εσωτερική διάκριση των δικτύων της εκπαίδευσης σε δύο ιεραρχημένα υποσύνολα. Ήδη μίλησα για τις σχολές εκείνες πού προσανατολίζουν, κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά, προς τη δημόσια διοίκηση και συγκεντρώνουν, όπως είδαμε, γύρω στα δύο τρίτα του φοιτητικού σώματος. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με το ότι οι σχολές αυτές είναι από κάθε άποψη υποβαθμισμένες σε σχέση με εκείνες πού προετοιμάζουν τα ελευθέρια επαγγέλματα.  Η υποβάθμιση αυτή εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Από την άποψη της ταξικής προέλευσης του φοιτητικού σώματος,92 από την άποψη της γεωγραφικής καταγωγής του,93 από την άποψη τέλος του κόστους,94 καθίσταται σαφές ότι σε γενικές γραμμές οι ανώτατες σπουδές στην Ελλάδα φαίνεται ότι απαρτίζονται μεταπολεμικά από δύο δίκτυα με διαφορετικό κοινωνικό περιεχόμενο.

[92. Όπως βγαίνει, π.χ., από μια έρευνα της Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, ο δείχτης ανισότητας της ταξικής προέλευσης των φοιτητών ποικίλλει ανάλογα με τη σχολή. Ενώ στη Νομική, τη Φιλοσοφική, την Ιατρική και την Οδοντιατρική «υπερέχουν οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων τάξεων», στη θεολογική (πού κατά παρέκταση οδηγεί σε «δημόσιου» τύπου απασχόληση) και ακόμη περισσότερο στίς «άλλες» σχολές -με τη χαρακτηριστική εξαίρεση του ΕΜΠ- η σύνθεση του φοιτητικού σώματος είναι πολύ «δημοκρατικότερη». (Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Προς μίαν ελληνικήν κοινωνιολογίαν της Παιδείας, τόμ. Β', Αθήναι, ΕΚΚΕ, 1974, σ. 100-101). Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από το γεγονός ότι σε δλες τις «κρατικο-προσανατολισμένες» σχολές ή μέση ηλικία των είσαγόμενων πρωτοετών φοιτητών είναι πολύ ανώτερη απ’ ό,τι είναι στις άλλες. Ή ερμηνεία του γεγονότος αυτού θα πρέπει να αναζητηθεί στο ότι η είσοδος στις σχολές αυτές είτε ακολουθεί μια αποτυχία προσπέλασης στο «ανώτερο» δίκτυο, είτε συνδέεται με την τυχόν εξάντληση άλλων επαγγελματικών προοπτικών, είτε, τέλος, όπως σημειώνει και ή Δημάκη, αναφέρεται στο γεγονός ότι οΐ σχολές αυτές φιλοξενούν μεγάλον αριθμό φοιτητών, πού έχουν ήδη αρχίσει την επαγγελματική τους σταδιοδρομία και θέλουν να αποκτήσουν ένα πτυχίο (προφανώς το πιο «εύκολο»). Χαρακτηριστικά, εξάλλου, οί γόνοι των αγροτικών οικογενειών μπαίνουν στα Πανεπιστήμια πολύ αργότερα από τους γόνους των αστικών. (Για αριθμούς και λεπτομέρειες, ό.π., σ. 54-57). Τα ίδια χονδρικά συμπεράσματα βγαίνουν από μεταγενέστερες έρευνες. Βλ. Μιχάλης Μεϊμάρης - Ηλίας Νικολακόπουλος, «Παραγοντική ανάλυση δεδομένων: Σχέσεις κοινωνικο-επαγγελματικής. προσέλευσης και σχολής φοίτησης για τους σπουδαστές των ΑΕΙ, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχ. 33-34 (1978), σ. 238 κέ., δπως και Γ. Ψαχαρόπουλος-Α. Καζαμίας, Παιδεία και ανάπτυξη στην Ελλάδα: Κοινωνική και οικονομική μελέτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (υπό δημοσίευση στο ΕΚΚΕ), κεφ. 13.
93. Ό.π.
94. Το κατά κεφαλήν κόστος του φοιτητή το 1976 ανερχόταν σε 68.000 δρχ. στο ΕΜΠ, 46.000 στο Πανεπιστήμιο Πατρών, 35.000 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ στην ΑΣΟΕΕ ήταν 14.000 και στην Πάντειο και στη Βιομηχανική κάτω από 10.000 με ελάχιστο στην ΑΒΣΠ 6.970 δρχ. (Ψαχαρόπουλος-Καζαμίας, ό.π., Παράρτημα Ο
].


Από τη μια μεριά, από ένα «κρατικο-προσανατολισμένο» δίκτυο, πού λειτουργεί κατ' αρχήν ως μηχανισμός κοινωνικής ανέλιξης και οικονομικής εξασφάλισης παιδιών, τα οποία προέρχονται από κατώτερες κοινωνικές κατηγορίες. και από την άλλη, από ένα άλλο δίκτυο, πού προσανατολίζεται κατ' αρχήν προς τα ελεύθερα επαγγέλματα, στο πλαίσιο του οποίου παράγεται και αναπαράγεται το μεγαλύτερο μέρος της άρχουσας τάξης με τη στενή έννοια. Παρόλο πού, φυσικά, τα όρια ανάμεσα στα δύο αυτά δίκτυα δεν είναι παρά σχετικά, είναι σαφές ότι ή διάκριση των πτυχιούχων σε δύο ασαφώς, έστω, ιεραρχημένες κατηγορίες συνδέεται ξεκάθαρα με το κυρίαρχο σύστημα κοινωνικής επιλογής. οι απόφοιτοι των «μη κρατικο-προσανατολισμένων» σχολών είναι ακριβώς οι κλητοί εκείνοι πού θα καταλάβουν τις ανώτατες κοινωνικές θέσεις, ακόμη και στον δημόσιο τομέα, και πού θα συγκροτήσουν αργότερα την επαγγελματική και επιστημονική «ελίτ» της χώρας.95 Γι' αυτούς, οι μηχανισμοί της ταξικής επιλογής εμφανίζονται ακόμη ισχυροί. Αντίθετα, για τους νέους των «κατώτερων» στρωμάτων, οι κρατικο-προσανατολισμένες σχολές αποτελούν μαζική διέξοδο εκπαιδευτικής ανέλιξης, σε σημείο ώστε ή εμφανιζόμενη96 γενικά ως δημοκρατική, σε σύγκριση με άλλες χώρες, δομή του ελληνικού πανεπιστημίου, να έχει ίσως «διευκολυνθεί» από την «εσωτερική» σχέση των ΑΕΙ σε δύο διακρινόμενα δίκτυα.97

95. [Απ’ αυτούς, εξάλλου, προέρχεται και το μεγαλύτερο μέρος των επιστημόνων, πού, στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας επιλεκτικής κινητικότητας, μεταναστεύουν στο εξωτερικό, και κυρίως στην Αμερική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ή απορρόφηση ελληνικών εγκεφάλων στην περίοδο μέχρι το 1965 «πλήττει», και μάλιστα σε πολύ μεγάλα ποσοστά, τους επιστήμονες εκείνους πού προέρχονται από το «ανώτερο» πανεπιστημιακό δίκτυο».
96. Πρβλ. Κ. Τσουκαλάς, «Ή ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα ως μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής», δ.π.• βλ. επίσης Ι. Λαμπίρη-Δημάκη, Προς μίαν ελληνικήν κοινωνιολογίαν της παιδείας, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχ. 29 (1977), σ. 55 κέ.
Σε πρόσφατο έργο της ή Α. Φραγκουδάκη αμφισβητεί ότι ή κοινωνική σύνδεση του ελληνικού φοιτητικού σώματος είναι στην Ελλάδα «δημοκρατικότερη» απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, καταμαρτυρώντας μου μάλιστα απλούστευση των στοιχείων (Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο», Αθήνα, Παπαζήσης, 1985, σ. 188 κέ.). Το περίεργο είναι ότι ή κύρια επιχειρηματολογία της Άννας Φραγκουδάκη στηρίζεται ακριβώς στη διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών ευκαιριών, ανάλογα με τις σχολές. Χρησιμοποιώντας τις ίδιες περίπου πηγές με εμένα, επισημαίνει και αυτή την ύπαρξη δύο χωριστών ανώτερων «εκπαιδευτικών δικτύων». Πράγμα, όμως, πού κατά την Α.Φ. ανατρέπει την άποψη ότι ή εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι «δημοκρατική». Στό σημείο αυτό μπορεί να κάνει κανείς δύο παρατηρήσεις.
97. Πρώτον, ότι προφανώς ή έννοια της «δημοκρατικότητας» της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι παρά μόνο «τεχνητή» και κατά προσέγγιση. Πρόκειται για έναν απλό δείκτη, πού προκύπτει από τις συγκροτημένες κοινωνικές κατηγορίες της στατιστικής του πληθυσμού και που υποθέτει την ταξική και κοινωνική ομοιογένεια των κατηγοριών πού μετρά. Με την έννοια αυτή είναι καταφανές ότι ο δείκτης αυτός έχει σχετική μόνον αξία και ότι ή οποιαδήποτε επιδιωκόμενη διεθνής σύγκριση, επί τη βάσει των δεικτών αυτών και μόνο, δεν μπορεί να έχει άλλη από καθαρά ευρετική σημασία, αφού οι υπερεθνικές εξομοιώσεις των ήδη αυθαίρετα συγκροτημένων κοινωνικών κατηγοριών είναι εξ ορισμού εξαιρετικά αμφίβολες.
Δεύτερον, θα πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε επιστημολογικές και μεθοδολογικές επιφυλάξεις, είναι γεγονός πώς για το σύνολο της ανώτατης εκπαίδευσης ή διαφορά ευκαιριών ανάμεσα στις κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι μόνο πολύ περιορισμένη αλλά μειώνεται και συνεχώς (βλ. παρακάτω). Ή διαπίστωση αυτή, βέβαια, δημιουργεί, όπως σημειώνει και ή Α.Φ., ερωτηματικά. Τα ερωτηματικά, όμως, αυτά δεν αναφέρονται στη διαπίστωση της «δημοκρατικότητας», αλλά στην ερμηνεία των κοινωνικών της προδιαγραφών και προεκτάσεων. Η ερμηνεία της Α.Φ., ότι οι «ανεπάρκειες της μέσης εκπαίδευσης διορθώνονται από τα πτυχία ορισμένων σχολών» (ό.π., σ. 190), μου φαίνεται εν προκειμένω ανεπαρκής. Όχι μόνο διότι το ίδιο συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες με πολύ λιγότερο «δημοκρατική» παιδεία. Αλλά, κυρίως, διότι με αυτόν τον τρόπο αγνοείται ή σημαντική λειτουργική και συμβολική προέκταση της Ανώτατης Παιδείας, πού έχει αυτοτελείς συνέπειες: ήδη το γεγονός του πολλαπλασιασμού των πτυχιούχων «κατώτερης» προέλευσης, αλλοιώνει και τις μορφές κοινωνικής ζήτησης για απασχόληση και αντίστοιχα προκαλεί συνέπειες από το γεγονός της κοινωνικής παρουσίας των πτυχιούχων, που επηρεάζουν αποφασιστικά τον «πολιτικό καταμερισμό της εργασίας». Η Α.Φ. έχει, βέβαια, δίκιο όταν υπογραμμίζει ότι σε άλλες κοινωνίες τα ίδια επαγγέλματα ασκούν εκάστοτε και οι κάτοχοι διπλωμάτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πρόκειται, όμως, για τις «ίδιες» δουλειές; Αναμφισβήτητα ναι, αν περιοριστούμε στη λειτουργική τους ταυτότητα και στα «ουσιαστικά προσόντα» πού υποτίθεται ότι απαιτούν. Όλο το πρόβλημα έγκειται όμως στο κατά πόσον ο κοινωνικός ρόλος των πτυχίων περιορίζεται στην ουσιαστική δυνατότητα άσκησης ενός επαγγέλματος ή πλήρωσης μιας θέσης. Μια τέτοια αντίληψη, στενά λειτουργιστική, θα υποτιμούσε την αυθύπαρκτη και δυναμική επιρροή του εκπαιδευτικού καταμερισμού και της εκπαιδευτικής ανέλιξης στη δημιουργία νοοτροπιών και κοσμοπαραστάσεων, στην ανάδειξη νέων επικοινωνιακών συμβόλων και συνεπώς στην κρυστάλλωση προτύπων στρατηγικής και συμπεριφοράς. Ούτως ή άλλως, ή διεύρυνση και ο εκδημοκρατισμός του εκπαιδευτικού συστήματος το καθιστούν ολοένα και πιο «ανεξάρτητο» από το σύστημα καταμερισμού της εργασίας, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται τα σημεία τριβής και οι αντιφάσεις στο επίπεδο τη; καθολικής νομιμοποίησης των κυρίαρχων σχέσεων. Το πραγματικό ερώτημα παραμένει, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, ή διάγνωση των συγκεκριμένων κοινωνικών προεκτάσεων της τυπικά «ανοικτής» και «δημοκρατικής» εκπαίδευσης, και όχι ή αναμφισβήτητη αλλά και τρουϊστική διαπίστωση ότι στην Ελλάδα, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι, και δεν είναι δυνατόν να είναι, πραγματικά «λαϊκό».

 

Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι ή ίδια αύτη διαδικασία υποβάθμισης της κρατικοπροσανατολιζόμενης ανώτατης εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το γεγονός ότι, μετά από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, οι σχετικά χαμηλοί μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, σε συνδυασμό με την αναρχική και παρασιτική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και την αύξουσα ρευστότητα, οδήγησαν στην ολοένα ευρύτερη δυνατότητα πλουτισμού, μέσα από τα ελευθέρια επαγγέλματα.98

[98. Συγκεκριμένα στοιχεία για την εξέλιξη των εισοδημάτων κατά συγκεκριμένες κατηγορίες δεν υπάρχουν. Είναι, όμως, ενδεικτικό ότι ενώ το 1964 το μέσο εισόδημα των μισθωτών ανερχόταν σε 81% του μέσου εισοδήματος των ελευθέριων επαγγελμάτων, δέκα μόλις χρόνια αργότερα ή αναλογία δίνει 61%. και μάλιστα, δεδομένης της πηγής των στοιχείων, πού προέρχονταν από τις δηλώσεις εισοδήματος φυσικών προσώπων, μπορούμε ίσως να υποθέσουμε ότι ή σχετική πτώση των εισοδημάτων των μισθωτών θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Ειδικότερα, για τους δημοσίους υπαλλήλους είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, ενώ το 1964 πλεονεκτούσαν σε σχέση με τους υπαλλήλους της βιομηχανίας, το 1973 οι αποδοχές των δύο αυτών κατηγοριών εμφανίζονται εξομοιωμένες (βλ. Βασίλης Καραποστόλης, Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία 1960-1975, Αθήνα, ΕΚΚΕ, 1983, σ. 222, 223 και 284, Πίνακες 26 και 27).]

Έτσι, ολοένα και λιγότεροι γόνοι της άρχουσας τάξης προσβλέπουν στη δημόσια απασχόληση, με αποτέλεσμα ή τελευταία να εμφανίζεται κυρίως ως πόλος κοινωνικής ανέλιξης και ως καταφύγιο «αξιοπρεπούς» εξασφάλισης, σε μια κοινωνία όπου, παρ' όλη τη ραγδαία μεταπολεμική οικονομική και εισοδηματική άνοδο, ποτέ δεν έπαψε να κατατρύχεται από γενικευμένα σύνδρομα ανασφάλειας. Μέσα απ’ αυτές τις παραμέτρους, ο κρατικός μηχανισμός για την επάνδρωση του ωθείται προς την κατά προτίμηση απορρόφηση γόνων μικροαστικής ή και αγροτικής προέλευσης, πού είτε δεν τόλμησαν καν να ελπίσουν, είτε δεν κατόρθωσαν να περάσουν στο «ανώτερο» πανεπιστημιακό δίκτυο και που αντικειμενικά εκτοπίστηκαν από τη διαδικασία πρόσβασης στις ανώτερες θέσεις και λειτουργίες. Οι κοινωνικές προεκτάσεις του φαινομένου αυτού στην ίδια τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών δεν μπορεί παρά να είναι τεράστιες. Η μονοπώληση του κύριου σώματος των υδροκεφαλικών δημοσίων υπηρεσιών από «δεύτερης επιλογής» ανθρώπινο υλικό θα πρέπει να αποτελεί αποφασιστικής σημασίας παράγοντα στη συνεχιζόμενη αντιλειτουργικότητα των δημοσίων υπηρεσιών. και μολονότι οι ιεραρχικές δομές, τα οργανογράμματα και οι διαδικασίες προαγωγής και ανέλιξης της δημόσιας γραφειοκρατίας κρυσταλλώθηκαν, κατά κύριο λόγο, στο πλαίσιο μιας εντελώς διαφορετικής, βασικά πολιτικής, όπως είδαμε, δεοντολογίας, θεμελιώνοντας έτσι ένα ήδη εκ προοιμίου αντιλειτουργικό και δυσκίνητο σύστημα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ή αμετάλλακτη αναπαραγωγή των πρακτικών και των νοοτροπιών των δημοσίων υπηρεσιών θα πρέπει να συνδέεται επίσης και με τους κοινωνικούς και ταξικούς μηχανισμούς, πού προσδιορίζουν την επάνδρωση τους.

Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι βρισκόμαστε σε μιαν έμμονη «αντίσταση» της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας στην οποιαδήποτε «εκ των άνω» εκλογίκευση της. Το γεγονός αυτό καθεαυτό δεν είναι παράδοξο. Όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, έτσι και ή δημοσιοϋπαλληλία αγωνίζεται να παγιώσει τα συμφέροντα της. και όπως και όλοι οι εργαζόμενοι, έτσι και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα έχουν την τάση να αγωνίζονται για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Το τι όμως αποτελεί βελτίωση της κατάστασης εργασίας για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο δεν είναι αυτονόητο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, δεδομένης της εργασιακής ασφάλειας, πού τους διαφοροποιεί από τους εργαζόμενους στον Ιδιωτικό τομέα, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα επιδιώκουν τρία κυρίως πράγματα. Τη μεγιστοποίηση των υλικών τους απολαβών. Την αριστοποίηση των κοινωνικών συνθηκών εργασίας, με την έννοια της ελαχιστοποίησης του χρόνου, του μόχθου και του ελέγχου. και την εξασφάλιση μιας, όσο το δυνατόν, μηχανικής και αυτόματης διαδικασίας μισθολογικής και ιεραρχικής ανέλιξης, πού να επηρεάζεται όσο το δυνατόν λιγότερο από τον υπηρεσιακό έλεγχο.
Στο σημείο αυτό, ή απαλλαγή των δημοσίων υπαλλήλων από το άγχος της ανασφάλειας θα έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα μετάθεσης του κύριου στόχου τους προς τη διεκδίκηση μειωμένου βαθμού εργασιακού ελέγχου και την «απελευθέρωση» της ανέλιξης τους από τον έλεγχο αυτόν. Πράγματι, εάν υπό καθεστώς «ανασφάλειας» ο έλεγχος όχι μόνον είναι αποδεκτός αλλά και διασυνδέεται με την «απόδειξη» της εργασιακής παροχής, ο δημόσιος υπηρεσιακός εργασιακός έλεγχος είναι προφανώς φαινόμενο εντελώς διαφορετικό και εξαιρετικά σύνθετο: βασικό χαρακτηριστικό όλων των ιεραρχικά δομημένων συστημάτων, ο οποιοσδήποτε υπηρεσιακός έλεγχος αποτελεί αναγκαία έκφραση της ροής εξουσίας, πού δια-συνδέει τα διάφορα «επίπεδα» της οργανωτικής μονάδας. ο γραφειοκρατικά δομημένος έλεγχος δεν είναι, λοιπόν, από την άποψη αυτή, τίποτε άλλο από τη θεσμοποίηση της ιεραρχικής εξουσίας, μέσα από κανόνες πού ορίζουν το περιεχόμενο και τη διαδικασία της επιβολής και άσκησης της. Έτσι, οι συγκεκριμένες εργασιακές δραστηριότητες πού «οφείλονται» από τον εργαζόμενο δεν ορίζονται από την «αυθαίρετη» βούληση του οποιουδήποτε προϊσταμένου ή ελέγχοντος, αλλά απορρέουν από ένα προκωδικοποιημένο σύστημα κανόνων, κριτηρίων και αρμοδιοτήτων, πού περιγράφουν και οροθετούν το συγκεκριμένο οφειλόμενο έργο.
Το γνώρισμα αυτό της γραφειοκρατικής εξουσίας προσδιορίζει και τους στόχους της διεκδίκησης των εργαζομένων: κύριο αντικείμενο είναι εφεξής όχι ο συγκεκριμένος εργοδότης αλλά το ισχύον κανονιστικό σύστημα, πού μολονότι δεν είναι φυσικά ποτέ δυνατόν να περιγράψει τα εργασιακά περιεχόμενα σε ολόκληρο το συγκεκριμένο τους βάθος, οροθετεί εντούτοις τους πάγιους ορούς του παιχνιδιού.10 Όπου, όμως, ο υπηρεσιακός έλεγχος δεν φτάνει de facto στη νομική και πολιτική δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, πού απειλούν την εργασιακή ασφάλεια του εργαζόμενου, τότε ή «ροή εξουσίας», πού διασυνδέει τα οργανωτικά επίπεδα, είναι εξ ορισμού πεπερασμένης εμβέλειας, αφού ή εξουσία αυτή δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη δύναμη κοινωνικής εκβίασης της υποταγής. Έτσι, ενώ στις ιδιωτικές εργασιακές σχέσεις ή εξουσία δεν έχει όρια, αλλά ασκείται απλώς υπό ορισμένους όρους και με τήρηση ορισμένων διαδικασιών, στο Δημόσιο ή υπηρεσιακή «εξουσία» είναι όχι μόνο σχετική αλλά και αυστηρότατα ρυθμισμένη. Αυτό και μόνο δείχνει την ιδιαιτερότητα των δημοσιοϋπαλληλικών αιτημάτων: ενώ οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δίνουν τη βασική συνδικαλιστική μάχη τους γύρω από την ενίσχυση της εργασιακής τους ασφάλειας, οι ήδη εξασφαλισμένοι υπάλληλοι επιδιώκουν τη σχολαστική τυποποίηση αρμοδιοτήτων, πού περιγράφονται όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα. Πράγματι, όσο εξονυχιστικότερη είναι η θεσμική-νομική ρύθμιση, και όσο μικρότερη ή έκταση της διακριτικής (και επομένως «αυθαίρετης») εξουσίας του ελέγχοντος προϊσταμένου, τόσο και διευκολύνεται ή καθημερινή δυνατότητα «αντίστασης» κατά του ελέγχου αυτού. Στο μέτρο πού ο οποιοσδήποτε «κανόνας» είναι αδύνατον να καλύψει το σύνολο της εργασιακής πραγματικότητας, ο πολλαπλασιασμός των κανόνων οδηγεί νομοτελειακά στον δυνάμει εμπλουτισμό των δυνατών παρελκυστικών τακτικών, πού κατατείνουν ακριβώς στην παράκαμψη, δυσχέρανση και αποδυνάμωση του εργασιακού ελέγχου. Έτσι, η πολυνομία, σε όλα τα επίπεδα και με οποιαδήποτε μορφή (νόμοι, διατάγματα, αποφάσεις, εγκύκλιοι, οργανισμοί, εσωτερικοί κανονισμοί κ.λπ.), δεν είναι ίσως απλό αποτέλεσμα «αναποτελεσματικού» θεσμικού ή νομικού σχεδιασμού, αλλά μπορεί να εκφράζει, ως έναν βαθμό, τακτικές επιλογές πού κατατείνουν σε μια «συνολικά αμυντική» διεκδίκηση του υπαλληλικού σώματος. ο χαρακτηριστικός «φορμαλισμός»102 πού διέπει τις εσωγραφειοκρατικές σχέσεις είναι, ίσως, φυσικό παρεπόμενο της αύξουσας κοινωνικής δύναμης της δημοσιοϋπαλληλίας, πού επιδιώκει την προώθηση μορφών οι όποιες λειτουργούν «προστατευτικά», σε σχέση με τα διαφαινόμενα συμφέροντα τους.
Με την έννοια αυτή, μπορεί κανείς ίσως να μιλήσει για μια λειτουργική αναστροφή του κλασικού βεμπεριανού μοντέλου της γραφειοκρατίας. ο αναγκαίος νομικισμός-φορμαλισμός, πού εκφράζει την εκλογίκευση της οργάνωσης σε σχέση με τον επίσημο οργανωτικό στόχο, μετατρέπεται σε μέθοδο προάσπισης και περιχαράκωσης των στόχων των εργαζομένων, καταλύοντας έτσι τη θεμελιακή διάκριση ανάμεσα στην «ιδιωτική» και στη «γραφειοκρατική» στοχοθεσία. Ή τακτική και ή ιδεολογία των «κεκτημένων δικαιωμάτων» αντανακλά ακριβώς τη λογική αυτή. Τα κεκτημένα δικαιώματα δεν είναι παρά θεσμικές-νομικές κατακτήσεις, πού προστατεύουν τους υπαλλήλους από την ελεγκτική αυθαιρεσία και υποκαθιστούν τη λογική της περιχαράκωσης των εργασιακών καθηκόντων στη λογική του εξωτερικού στόχου.
Οι προεκτάσεις του φαινομένου αυτού στην κοινωνική δόμηση της γραφειοκρατικής λογικής είναι απροσμέτρητες και εκτείνονται στα περισσότερα εκλογικευτικά γνωρίσματα, πού προτάθηκαν από τον Max Weber.
1. Ό καταμερισμός των αρμοδιοτήτων, πού χαρακτηρίζει οποιοδήποτε γραφειοκρατικά δομημένο οργανωτικό σύστημα, μετατρέπεται σε αποκρυστάλλωση αναρμοδιοτήτων σε ολοένα ευρύτερη κλίμακα. Η αυστηρή περιχαράκωση των οφειλομένων ενεργειών θα μπορούσε, μάλιστα, να οριστεί ως ένα γενικά ισχύον τεκμήριο αναρμοδιότητας, πού απαλλάσσει ρητά τους υπαλλήλους από οποιαδήποτε εργασία, ή οποία δεν εμπίπτει σαφώς στην κεκανονισμένη και θεσπισμένη υπηρεσία τους.
2. Ανάλογα, ή ιεραρχικά δομημένη συγκέντρωση της εξουσίας και της «ευθύνης» θα τείνει να μετατρέπεται σε διάχυση της ανευθυνότητας. Η κατάτμηση των αρμοδιοτήτων, σε συνδυασμό με τη θεσμική και νομική εξατομίκευση των ευθυνών, λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αύξουσας δυσκολίας διοικητικού εντοπισμού της συγκεκριμένης και προσωπικής ανάληψης ευθύνης.
3. Η φετιχοποίηση της «γνώσης» και ή μυθοποίηση του υπηρεσιακού «μυστικού» μετασχηματίζεται στην προβολή της άγνοιας και της αδράνειας. Το αθέατο γραφειοκρατικό «κάστρο», πού στην τυπική του μορφή εκφράζει την άγνοια των εκτός των τειχών, λειτουργεί πια και στους κόλπους της ίδιας της γραφειοκρατίας. ο σημερινός γραφειοκράτης επιδιώκει να είναι αναρμόδιος, όπως επιδιώκει να είναι ανεύθυνος και επιδιώκει να αγνοεί. και διεκδικώντας το συλλογικά και σωματειακά, φαίνεται να μπορεί να το επιτυγχάνει.
Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ευεξήγητα και ίσως προφανή στο ατομικό επίπεδο: αποτελούν τυπική έκφραση των ψυχολογικών μηχανισμών αμυντικής αντίδρασης, απέναντι στους συστημικά προσδιοριζόμενους στόχους, και είναι φαινόμενα πού έχουν κατ' επανάληψη παρατηρηθεί από τους θεωρητικούς της οργανωτικής συμπεριφοράς.

Το αξιοσημείωτο, όμως, στο σημείο αυτό είναι ότι στην Ελλάδα, όπως και ενδεχομένως και σε άλλες χώρες, τα χαρακτηριστικά αυτά της κρατικής γραφειοκρατίας φαίνονται να έχουν επικρατήσει όχι απλώς στο επίπεδο των ατομικών συμπεριφορών, αλλά και στο επίπεδο των θεσμικών ρυθμίσεων. Το νέο μισθολόγιο-βαθμολόγιο πού εκφράζει αίτημα «κατ' εξοχήν κοινωνικό και πολιτικό» αποτελεί, πράγματι, κατάκτηση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος και επισημοποιεί μια σειρά από λανθάνοντα χαρακτηριστικά της ελληνικής υπαλληλίας. Η αποδέσμευση του βαθμού από τον μισθό και ή αυτόματη και ακώλυτη μισθολογική εξέλιξη όλων των υπαλλήλων ως το καταληκτικό κλιμάκιο της κατηγορίας πού ανήκουν δεν είναι παρά το τελικό βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους αποδέσμευσης της εξασφαλισμένης μισθολογικής ανέλιξης από οποιαδήποτε «επιλογή», δηλαδή από οποιονδήποτε έλεγχο της παραγωγικότητας των υπαλλήλων. Μπορεί κανείς να υποθέσει, βάσιμα, ότι τα κίνητρα για την «προαγωγή» σε (ανακλητές) διευθυντικές θέσεις, στο πλαίσιο ενός συστήματος οπού ή αδράνεια δεν έχει πια, ούτε καν δυνάμει, αρνητικές μισθολογικές κυρώσεις, θα είναι απολύτως ανεπαρκή για τη δημιουργία ενός γραφειοκρατικού «ήθους», πού δεν επιτεύχθηκε ακόμη και υπό το κράτος αυστηρότερων «επιλεκτικών» δυνατοτήτων.
Δεν είναι, φυσικά, δυνατόν να προχωρήσουμε στη διερεύνηση των παραγόντων, πού κατέστησαν την εξέλιξη αυτή δυνατή ή ίσως και αναπόφευκτη. Συγκυριακές πολιτικές καταστάσεις και έντονες συνδικαλιστικές πιέσεις υπήρξαν, βέβαια, οι μοχλοί των νέων θεσμικών κατοχυρώσεων. Αλλά η τεράστια πολιτική δύναμη του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων, πού κατόρθωσαν να επιβάλουν, χωρίς πολλές δυσκολίες, τα αιτήματα τους, δεν εξηγείται χωρίς την αναδρομή στον τρόπο, με τον όποιο δομήθηκαν μεταπολεμικά οι δημόσιες υπηρεσίες. Μέσα από την καθαρά «πολιτική» της συγκρότηση, η ελληνική δημοσιοϋπαλληλία δεν λειτούργησε, όπως είδαμε και παραπάνω, ποτέ με γνώμονα τον «εξορθολογισμό» των υπηρεσιών πού προσφέρει, σύμφωνα με την επίσημη και υποτιθέμενη στοχοθεσία τους. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες της πολιτικής και διοικητικής διαμεσολάβησης των γραφειοκρατών για την προώθηση πολιτικών αιτημάτων οργανωμένων κοινωνικών ομάδων,106 διαδικασίες που εντείνονται τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να ενίσχυσαν την πεποίθηση των υπαλλήλων για τη δυνατότητα τους να διεκδικούν για λογαριασμό τους ευνοϊκές ρυθμίσεις. Ειρωνικά, ίσως, ή θεωρία και πρακτική των «κεκτημένων δικαιωμάτων» συνοψίζει έτσι μιαν ιστορική μετασημασιολόγηση των αισιόδοξων βεμπεριανών σχημάτων, αφού ως κύριος στόχος της δημοσιοϋπαλληλικής οργάνωσης προβάλλεται επίσημα ή προστασία των εργαζομένων απέναντι στην αυθαιρεσία, απέναντι στα προνόμια, απέναντι στην επιλογή, δηλαδή απέναντι στον οποιοδήποτε έλεγχο πού να επισείει την απειλή κυρώσεων. Με αυτόν τον τρόπο, οι ατομικές «στρατηγικές» ανελίξεις καθίστανται δευτερεύουσας σημασίας στο πλαίσιο των υπηρεσιακών εργασιακών σχέσεων. Εξασφαλισμένοι και επιβεβαιωμένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πια σε θέση να επικεντρώσουν τις περαιτέρω ανελικτικές βλέψεις τους έξω από την υπηρεσία τους, πολύ περισσότερο πού ο ρηξικέλευθος πολιτικός λόγος πού χρησιμοποιούν νομιμοποιεί κοινωνικά την κατοχυρωμένη τους υπαλληλική αδράνεια, πού εξελίσσεται σε κυρίαρχο ιδεολογικό σύνδρομο, το όποιο όλοι καλούνται να αποδεχτούν ως πολιτικά και κοινωνικά «ορθό». ο «κονφορμισμός» του ανθρώπου της οργάνωσης, πού περιγράφτηκε από τον William Whyte, μετασχηματίζεται εδώ σε έναν κονφορμισμο του φορέα «κεκτημένων δικαιωμάτων». Το περιεχόμενο της εργασιακής υποχρέωσης αποδεσμεύεται έτσι ολοένα και περισσότερο από το έργο ή και την κατανάλωση ενέργειας και συνοψίζεται στη δέσμευση «τυπικού χρόνου» κατά τη διάρκεια των ωραρίων. και στο σημείο, όμως, αυτό οι αντιστάσεις είναι πολλαπλές,108 αν και ανομολόγητες, στο πλαίσιο μιας συντεχνιακής αλληλεγγύης πού διαποτίζει ολόκληρη την ιεραρχία.

[108. Για να δώσουμε μόνον ένα παράδειγμα, ή «λούφα» με τις διάφορες μορφές της αποτελεί πάγια και διαδεδομένη κοινωνική πρακτική, πού εκφράζει την άρνηση του εργαζόμενου να αποδεχτεί τη συμβατική δέσμευση του εργασιακού του χρόνου. Στην πραγματικότητα, η πρακτική αυτή κατατείνει στην «επανοικειοποίηση» τμημάτων χρόνου, πού εμφανίζονται σαν να εντάσσονται στον απαλλοτριωμένο χρόνο εργασίας. Αυθαίρετα ή κρυφά, συνειδητά ή ασυνείδητα, ατομικά ή ομαδικά, ο χρόνος της «λούφας» ξαναγίνεται «ελεύθερος», για να αφιερωθεί είτε, τις περισσότερες φορές, σε απλή απραγία και ανάπαυση, είτε και σε ελεύθερες εξωυπηρεσιακές εισοδηματοφόρες δραστηριότητες. Ο υπάλληλος πού ασχολείται με μεταφράσεις κατά τη διάρκεια της δουλειάς του ή ο εργαζόμενος πού προσφέρει υπηρεσίες για δικό του λογαριασμό κατά την ώρα της υπηρεσίας του (το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια «εξωτερικών» απασχολήσεων, οπότε είναι και συνηθισμένο, αλλά ακόμη και μέσα σε γραφεία ή υπηρεσίες), δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ανακτούν «κρυφά» τον εργασιακό χρόνο, πού τυπικά δεν τους «ανήκει». Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στο μέτρο, βέβαια, πού ή ανάκτηση του χρόνου δεν είναι ευθέως εισοδηματοφόρα, η διαδικασία αύτη δεν είναι κατ' ανάγκην συνειδητή: στο μέτρο ακριβώς πού ή εργασία μετασημασιολογείται σε «δεσμευμένο» χρόνο, οι (μισθωτοί) εργασιακοί φορείς τείνουν να εσωτερικεύσουν μια συμπεριφορά, στο πλαίσιο της οποίας εφευρίσκονται συνεχώς νέες πρακτικές «ανάκτησης του χρόνου» με τη μορφή των άπειρων δραστηριοτήτων παρέλκυσης ή αναπομπής του οποιουδήποτε έργου στίς ελληνικές καλένδες ή απλώς σε «άλλους». Στο πλαίσιο, κυρίως, των δημόσιων ιεραρχικών γραφειοκρατιών, ο χρόνος εργασίας τείνει έτσι να ισοδυναμεί προς τον χρόνο σωματικής παρουσίας. Από την άποψη αυτή, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ή πάγια τάση, πού παρατηρείται σε πολλές απρόσωπες, γραφειοκρατικά οργανωμένες, υπηρεσίες, όπου το έργο του καθενός δεν είναι απτό ή και προσδιορίσιμο, είναι προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής «απελευθέρωσης» του τυπικά δεσμευμένου χρόνου. Στό πλαίσιο αυτό, ενώ το «έργο» μετατίθεται προς κάποιον αχνό και αναποκρυστάλλωτο συλλογικό αντικατοπτρισμό, η «εργασία» ανάγεται στην απλή, αδρανή παρουσία πού δεσμεύει το σώμα αλλά δεν προσδιορίζει τη δραστηριότητα ή τον τρόπο κατανάλωσης ενέργειας. Και, δεν είναι ίσως παράδοξο ότι από τη στιγμή πού ή οποιαδήποτε εκ των άνω μεθόδευση μιας εργονομικά προσδιορισμένης ελεγκτικής παρέμβασης προσκρούει στην οργανωμένη καθολική αντίσταση των εργαζομένων και καθίσταται έτσι πρακτικά αλυσιτελής, θα αρχίσει, έστω δειλά και διστακτικά, να υπονομεύεται ακόμη και το προπατορικό αξίωμα της ελεγχόμενης σωματικής παρουσίας των εργαζομένων. οι πρόσφατες αποκαλύψεις περί παροχής «επιδόματος παρουσίας» και «επιδόματος εγκαίρου προσελεύσεως» σε δημόσιες επιχειρήσεις δεν αποτελούν μόνον εξόφθαλμη αντίφαση, σε σχέση με την ίδια την παραδοσιακή έννοια της «σύμβασης εργασίας». Καταδεικνύουν επίσης την άλυτη αντίφαση ανάμεσα στη λογική της συλλογικής συνδικαλιστικής πίεσης και στη λογική της προώθησης ατομικών εργασιακών και παραγωγικών κινήτρων.]

Χαρακτηριστικά, από τη στιγμή πού ο δημόσιος υπάλληλος, μετά από χίλιους μόχθους και πιέσεις, θα εξασφαλιστεί διοριζόμενος, θα στρέψει άλλου το ενδιαφέρον του και τη δραστηριότητα του, και από μονομανής υποψήφιος θα μετατραπεί εν μια νυκτί σε πολυσθενή διορισμένο. Έχοντας «ιδιωτικοποιήσει» τον δημόσιο χώρο, ο δημόσιος υπάλληλος θα σπεύσει να επαναιδιωτικοποιηθεί ο ίδιος. Εκφράζοντας, αναπαράγοντας αλλά και δημιουργώντας μιαν εθνική πολιτισμική πραγματικότητα, πού τείνει να γίνει κυρίαρχη.


Β. ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, ακόμη ίσως σημαντικότερο υπήρξε το γεγονός του ευρύτερου εμπλουτισμού της προβληματικής, σχετικά με την κεντρικότερη σημασιογόνα μήτρα της κοινωνικής προβληματικής, την εργασία. Η μελέτη του Τρίτου Κόσμου έδειξε, ανάμεσα στα άλλα, ότι ή χρήση των θεμελιακών και καθολικά αποδεκτών ταξινομητικών μήτρων των οικονομικών «τομέων», των κοινωνικο-επαγγελματικών κατηγοριών και της «θέσης» στο επάγγελμα είχε φτάσει στα εξηγητικά της όρια. Βαθμιαία, άρχισε να αναδύεται και πάλι μια σχεδόν ξεχασμένη συζήτηση γύρω από την «ανθρωπολογία της εργασίας», όπου οι σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες «δραστηριότητα», «εργασία» και «απασχόληση» εμφανίστηκαν ως καθόλου αυτονόητες και ως κατ' εξοχήν προβληματικές.16
Όμως, ή συζήτηση αύτη στις αναπτυγμένες κοινωνίες του καπιταλιστικού Κέντρου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει: ή ίδια ή τοποθέτηση του προβλήματος μοιάζει να προσκρούει σε μια σειρά δυσεξάλειπτων λεξικολογικών αυτοματισμών και ιδεολογικών προκαταλήψεων. Πράγματι, ή γενική τάση «μισθωτοποίησης» του πληθυσμού, σε όλες τις χώρες πού κυριαρχούνται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έχει άπειρες προεκτάσεις στην ίδια την εκφορά του λόγου, ακόμη και στο επίπεδο της στοιχειώδους απόδοσης κοινωνικών κατηγορημάτων, σε σημείο ώστε ολόκληρο το σημασιολογικό σύστημα, πού αναφέρεται στην εργασία, να επηρεάζεται 6αθύ-τατα: τα νοητικά σχήματα, ή ορολογία και οι λέξεις, πού φαίνονται να αναφέρονται στην εργασία «γενικά», καλύπτουν στην πραγματικότητα τις σχέσεις μισθωτής εργασίας και μόνο. Στη διαδικασία αυτή, καίρια είναι η σημασία της ανάδυσης της εννοίας της απασχόλησης, η όποια παραμένει ασαφής ως προς τη διάκριση της από την εργασία. Πράγματι, ή γέννηση της έννοιας «απασχόληση» συμπίπτει από τη μια μεριά με τη γενίκευση της μισθωτοποίησης και από την άλλη με τη θέσπιση πάγιων κοινωνικών μηχανισμών κατανομής και μέτρησης της καταναλισκόμενης εργασιακής δύναμης. Ήδη στο άμεσο νόημα της, ή λέξη «απασχόληση» αναπέμπει σ' εκείνον πού «απασχολεί», δηλαδή στον εργοδότη, και συνεπώς στη βασική κοινωνική σχέση του απασχολούμενου με τον απασχολούντα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι οροί και ή κοινωνική σηματοδότηση της εργασίας ως απασχόλησης νοούνται στο θεσμοποιημένο πλαίσιο της εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή της θεσπισμένης, γενικά αποδεκτής και κοινωνικά εκβιαζόμενης καθυπόταξης της σημαίνουσας εργασιακής ενέργειας του εργαζόμενου στην καθολική λογική της ετερονομίας. Έτσι, το «δικαίωμα στην απασχόληση» δεν είναι παρά η ανάστροφη όψη της κοινωνικής παραγωγής μιας γενικά παραδεκτής νόρμας για την «ποσότητα», δηλαδή τον χρόνο17 εργασίας πού υποτίθεται ότι οφείλεται από τον κοινωνό. (Η εκπόνηση της κατά τα άλλα ασαφέστατης εννοίας της «υποαπασχόλησης» είναι χαρακτηριστική).

[17. Πράγματι, σε πλήρη αντίθεση με τις προκαπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, ο χρόνος εργασίας αποκτά μιαν ιδιαίτερη δική του σημασία, πού τον αντιδιαστέλλει με τους «χρόνους» των «άλλων» κοινωνικών πρακτικών. Με τον καπιταλιστικό χρόνο εργασίας, η «διάρκεια» σταθμίζεται και νοηματίζεται σε συνάρτηση με το εικαζόμενο αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας «αϊ σηματοδοτείται ως συγκεκριμένη και μετρήσιμη ποσότητα μόχθου, αναγώγιμη σε ώρες ή ημέρες «αποκλειστικής» επίμοχθης κατανάλωσης εργασιακής ενέργειας. Η ποσότητα αυτή αναδεικνύεται έτσι σε σταθερό αριθμητή ενός «νοητικού κλάσματος», του οποίου ο μεταβλητός παρονομαστής απεικονίζεται με την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων. Ή ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι σύμφυτη με την κοινωνική κατασκευή του νοητικού αυτού κλάσματος, πού εκφράζει την παραγωγικότητα της εργασίας. και ή οργάνωση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων είναι αδιανόητη χωρίς την απόλυτη αναγωγιμότητα της εργασίας στον χρόνο και στο παραγωγικό του αποτέλεσμα, ως δύο όρων πού συγκροτούν και ορίζουν την παραγωγική ενέργεια. Με την έννοια αυτή, ή «καθαρά» οικονομική αντιμετώπιση του χρόνου και, αντίστροφα, ή χρονική αντιμετώπιση της εργασίας, συνιστούν λογικές προϋποθέσεις του οικονομικού ορθολογισμού. ο καπιταλιστικός χρόνος, πού σηματοδοτεί τη διάρκεια ως κανονιστικό και «καταναγκαστικό» διάνυσμα, εκφράζει με τον πιο άμεσο τρόπο την υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο. Έτσι, ή εξαρτημένη μισθωτή εργασία, δηλαδή ή απασχόληση, θεμελιώνεται επάνω στην αξιωματικά αποδεκτή δυνατότητα υπολογισμοί (και προϋπολογισμού) της μέσης έκφρασης του «παραγωγικού κλάσματος». ]

Δεν μπορούμε, βέβαια, εδώ να εισέλθουμε στο εξαιρετικά περίπλοκο και καίριο αυτό πρόβλημα. Αρκεί να υπογραμμιστεί ότι στο πλαίσιο των κυρίαρχων καπιταλιστικών εργασιακών σχέσεων φαίνεται να έχει συντελεστεί μια πραγματική σημασιολογική τομή, πού τείνει όχι μόνο να «ταυτίσει» την εργασία με την «απασχόληση» -και προοπτικά με τη μισθωτή απασχόληση-, αλλά επιπλέον να δημιουργήσει τις ιδεολογικές και σημασιολογικές προϋποθέσεις, ώστε ή ταύτιση αύτη να εμφανίζεται ως αναγκαία και λογικά αναπότρεπτη. Χαρακτηριστικά, ή «εκτός απασχόλησης» εργασία δεν άφορα τη θεσμική πραγματικότητα του καπιταλισμού, παρά μόνον ως προς την αναγνώριση και προστασία της ιδιοκτησίας του προϊόντος της εργασίας. Ετσι, είναι βασικής σημασίας το ερώτημα ως προς τις κοινωνικές προϋποθέσεις, οι όποιες οροθετούν τη μετασημασιολόγηση των όρων και των λέξεων πού αναφέρονται στην εργασία, αλλά και ως προς τη γέννηση και τον ονοματισμό των θεσμικών ρυθμίσεων πού καλύπτουν εργασιακά φαινόμενα.
Στο σημείο αυτό, ή εξέλιξη είναι ενδιαφέρουσα. Πράγματι, ενώ ή εργασία, με την κυριολεκτική της έννοια, δεν μπορεί παρά να είναι έννοια γένους και να εκφράζει το σύνολο περίπου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, πού αποσκοπούν στην επιβίωση του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, το σύνολο των ρυθμίσεων και αναφορών στην εργασία αναπέμπει είτε στη μισθωτή απασχόληση είτε στην κωδικοποιημένη «επαγγελματική» απασχόληση. Οι μορφές αυτές ονομάζονται, προστατεύονται και κανονίζονται. Παραμένουν, όμως, μεταβαπτισμένες σε εργασία «γενικώς», έτσι ώστε ο τελευταίος αυτός όρος να εμφανίζεται εντελώς αποουσιαστικοποιημένος και αποψιλωμένος από την εγγενή του καθολικότητα. Η καίρια και κεντρική θέση των μισθωτών εργασιακών σχέσεων στις σύγχρονες κοινωνίες δεν αρκεί για να εξηγήσει τη μετασημασιολόγηση αυτή. Διότι αν είναι φυσικό το κύριο αντικείμενο προστασίας, ρύθμισης και «διαχείρισης», από μέρους της πολιτείας, να είναι ή μισθωτή εργασία, οι μη μισθωτές μορφές ούτε νεκρές είναι ούτε περιθωριακές. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι από τη στιγμή πού ή εργασία συναρτάται ολοένα και περισσότερο με την έμμισθη απασχόληση, ολόκληρο το θεσμικό, νομικό, ιδεολογικό και σημασιολογικό εποικοδόμημα, πού αναφέρεται ουσιαστικά στις σχέσεις μισθωτής απασχόλησης και μόνο, εμφανίζεται σαν να καλύπτει ολόκληρο τον κοινωνικό χώρο της εργασίας. Το γεγονός, όμως, ότι το σύνολο των εργασιακών» δραστηριοτήτων δεν καλύπτεται από οποιαδήποτε γενικευμένη κοινωνική ρύθμιση, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν είναι δυνατόν να αναγνωρίσει και να ρυθμίσει παρά μόνον εκείνες τις μορφές δραστηριότητας, πού εμπίπτουν στην καθολική του λογική: τις μορφές δηλαδή, πού εμφανίζονται και τυποποιούνται στην αγορά. Ή ιδιοκτησία και ή εργασιακή δύναμη, πού συνθέτουν το πλέγμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, οροθετούν έτσι επίσης και τις ιδεολογικές μήτρες, πού συγκροτούν τις συλλογικές παραστάσεις. Υπό τις τυπικά καπιταλιστικές συνθήκες, το ιδεολόγημα της εργασιακής δραστηριότητας εν γένει δεν μπορεί καν να προκύψει παρά μόνο καταχρηστικά και κατά συγγνώμην. Η μισθωτή απασχόληση, λοιπόν, πού πρέπει να προστατευθεί και να ρυθμιστεί, μεταβαπτίζεται απλώς σε εργασία γενικώς.19

[19. Δεν θα ήταν, ίσως, άσκοπο να παραπέμψει κανείς, στο σημείο αυτό, στις παρατηρήσεις του Karl Marx για τον τρόπο που σηματοδοτείται κοινωνικά ή εργασία. «Το παράδειγμα της εργασίας δείχνει, κατά τρόπο χτυπητό, ότι ακόμη και οι πιο αφηρημένες κατηγορίες πού ισχύουν -ακριβώς λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα τους- για όλες τις εποχές εμφανίζονται παρά ταύτα, με μορφή προσδιορισμένη στην ίδια τους την αφαίρεση, ως προϊόντα ιστορικών συνθηκών, και δεν ισχύουν πλήρως παρά μόνον υπό το κράτος και στο πλαίσιο των συνθηκών αυτών». ]


Και για το σύνολο σχεδόν των κανονιστικών και νομικών θεσπίσεων, πού βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής προβληματικής, ή εξαρτημένη μισθωτή απασχόληση αναδεικνύεται «επίσημα» ως μοναδική, αναγνωρισμένη, προστατεύσιμη ή θεσμοποιήσιμη εργασιακή μορφή. Τα παραδείγματα είναι άπειρα: το λεγόμενο εργατικό δίκαιο είναι ουσιαστικά το δίκαιο της μισθωτής απασχόλησης, ή ανεργία είναι ή έλλειψη μισθωτής εργασίας -εξ ου και ή αντιδιαστολή με την αεργία-, ενώ το πολυθρύλητο δικαίωμα στην εργασία δεν είναι παρά δικαίωμα σε μισθωτή απασχόληση. Τέλος, ο μισθωτός μετατρέπεται σε «εργαζόμενο», όρος πού ή κοινωνική του παραγωγή δεν καθίσταται ιδεολογικά αναγκαία, παρά μετά την εμφάνιση των νέων μεσαίων μισθωτών στρωμάτων, πού διακρίνονται μεν από τους παραδοσιακούς εργάτες, εμπίπτουν όμως στην ευρύτερη κατηγορία των μισθωτών, πού με την αύξουσα αυτόνομη κοινωνική και πολιτική σημασία τους πρέπει να καταξιωθούν συμβολικά μέσω του «γενικού» ιδεολογήματος «εργασία» και όχι μέσω της «εξειδικευμένης» μορφής «μισθός». Με αποτέλεσμα, τα παντός είδους εργασιακά και απασχολητικά «υπόλοιπα» όχι μόνο να αποσιωπούνται και να απαξιώνονται, αλλά και να παραμένουν εκτός της εμβέλειας των αποδεκτών και παραδεδεγμένων προσεγγιστικών κατηγοριών.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ή τεράστια σημασία πού είχαν, στο σημείο αυτό, οι ραγδαίες μεταβολές στους τρόπους καταμερισμού του κοινωνικά διαθέσιμου χρόνου. Διότι είναι γεγονός ότι όλες οι ανεπίσημες και ανονόμαστες μορφές κοινωνικής ενσωμάτωσης σηματοδοτούνται -και αποσηματοδοτούνται- μέσα από την αντιπαράθεση τους προς την έννοια και πρακτική της «κανονικής», δηλαδή της «πλήρους απασχόλησης». Μιαν έννοια και μια πρακτική πού αποτελούν την κεντρική σημασιολογική μήτρα, με την οποία αντιμετωπίζεται σήμερα το φαινόμενο της κοινωνικής εργασίας. Το κοινωνικό αυτό γεγονός είναι, ωστόσο, σχετικά πρόσφατο και απορρέει από τους ορούς κατασκευής του ιδεολογήματος «πλήρης απασχόληση», πού ούτε αυτονόητο είναι ούτε διιστορικό. Στο παρελθόν και υπό το κράτος της «ολοκληρωτικής» δυνατότητας δέσμευσης της εργασιακής δύναμης, οπότε και ή ουσιαστικά πλήρης απασχόληση συνέπιπτε αναγκαστικά με την εκβίαζα-μένη μεγιστοποίηση των ωρών εργασίας, πού έτειναν προς το βιολογικό τους όριο, ή ειδική αυτή έννοια ήταν αδύνατον να παραχθεί στο μέτρο πού από κοινωνική άποψη εμφανίζεται ως άχρηστη. Ή πλήρης απασχόληση ως θεσπισμένο ιδεολόγημα δεν θα κατασκευαστεί κανονιστικά, παρά μόνον από τη στιγμή πού εμφανίζεται ένα πραγματικό, άρα και σημασιολογικό «κενό», πού εκφράζεται από τη διαφορά ανάμεσα στη μέση πραγματικά αποσπώμενη εργασία των μισθωτών και στη μέγιστη δυνατή εργασία. Η διαφορά αυτή, πού προκύπτει μέσα από τη συρρίκνωση των ωρών υποχρεωτικής εργασίας και τη συνακόλουθη εμφάνιση του ελεύθερου χρόνου ως φαινομένου και ως προβλήματος,20 αποκτά κοινωνική σημασία και πρέπει να εξηγηθεί, να δικαιωθεί και συνεπώς να νοηματιστεί ειδικά, δηλαδή να εννοιογραφηθεί.

[ 20. Το φαινόμενο της ραγδαίας μείωσης των ωρών υποχρεωτικής εργασίας είναι πασίδηλο και εμφανίζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, ως ανεπίστρεπτο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Jean Fourastie, από τα μέσα τοΐ 19ου ως τα μέσα του 20οΰ αιώνα, ή μέση ετήσια διάρκεια των ωρών εργασίας στους μη αγροτικούς τομείς των βιομηχανικών χωρών μειώθηκε στο μισό, περνώντας από 4.000 ώρες σε 2.000 περίπου. Από τότε ή διαδικασία έχει σαφώς επιταχυνθεί σε όλες τις χώρες. Ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι ή μείωση της αναλογίας των συνολικών ωρών εργασίας σε σχέση με το σύνολο των «ανθρωποωρών» όλων των κατοίκων της κοινωνίας. Για τη Γαλλία, ή αναλογία αυτή υπολογίστηκε σε 13% για το 1900 και σε 10% για το 1950, ενώ για το τέλος του αιώνα προβάλλεται ή τάξη μεγέθους του 5%.
Είναι περιττό να αναφερθούμε ειδικότερα στις αναρίθμητες εμπειρικές μελέτες πού μετρούν τη χρήση του χρόνου στις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες. Οι, ώρες «πραγματικής σχόλης, δηλαδή απόλυτα ελεύθερου χρόνου, πού παραμένουν μετά την αφαίρεση ολόκληρου του «δεσμευμένου» χρόνου, ο οποίος περιλαμβάνει τις ώρες εργασίας, συγκοινωνίας, ανάπαυσης, γευμάτων, οικιακής απασχόλησης και ατομικού ευπρεπισμού, γίνονται ολοένα περισσότερες: ήδη στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, οι ελεύθερες ώρες ξεπερνούν τις 4 ώρες την ήμερα κατά τις εργάσιμες ήμερες, πού κυμαίνονται ανάμεσα στις 200 και στις 250 τον χρόνο. Αν σκεφθούμε ότι οι «ήμερες σχόλης» ξεπερνούν συχνά ήδη τις 150 τον χρόνο, δεν φαίνεται να απέχουμε πια από τις «μεσαιωνικές μορφές», οπού μία ήμερα περίπου στις δύο είναι γιορτή. ]


Αυτό είναι μόνον εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Πράγματι, μόνον από τη στιγμή πού οι ώρες εργασίας θα γίνουν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων, προκύπτει η ανάγκη ενός κανονιστικού χαρακτηρισμού της διάρκειας της εργασίας, πού να θεσμοποιείται ως ταυτόχρονα επαρκής και αναγκαίος, τόσο για την κατίσχυση της σύμβασης εργασίας όσο και την κοινωνική αποδοχή των όρων της. Η έννοια της πλήρους απασχόλησης είναι, λοιπόν, κοινωνικά άχρηστη, εφόσον η διάρκεια της εργασίας αποτελεί αντικείμενο «ελεύθερης» διαπραγμάτευσης, πού οδηγεί στην αναγκαστική συμμόρφωση του εργαζόμενου στους νόμους της προσφοράς και ζήτησης εργατικής δύναμης χωρίς καμιά εξωαγοραία ρυθμιστική παρέμβαση. Αντίθετα, το ιδεολόγημα καθίσταται κοινωνικά αναγκαίο, από τη στιγμή πού η ελεύθερη αγορά εργασίας συνθλίβεται κάτω από το πέλμα του κανονιστικού κρατικού παρεμβατισμού, που θεσμοποιεί όχι μόνο τον μέγιστο αλλά και τον ελάχιστο χρόνο της καθημερινής εργασίας,21 όπως και τις περιοδικές ή εποχιακές διακοπές της.

[ 21. Ας σημειώσουμε ότι οι παράμετροι της κοινωνικής θέσπισης των χρονικών ορίων της μισθωτής εργασίας είναι και αυτές μεταβαλλόμενες. Χαρακτηριστικά, ενώ σε μια πρώτη φάση η ratioο της κρατικής κανονιστικής παρέμβασης στον τομέα αυτόν εμφανιζόταν συναρτημένη με τις «ανθρωπιστικές» διαστάσεις της δυνατότητας για αλόγιστη επιμήκυνση των ωρών εργασίας από το κράτος του «άγριου» καπιταλισμού, και κατέτεινε προς την κοινωνική απόδοση ενός μέρους του χρόνου τους στους εργαζόμενους τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά την κρίση, ή μείωση των ωρών εργασίας συνδέεται με το αίτημα της μείωσης της ανεργίας, στο πλαίσιο του προγραμματισμού ενός συνολικού επιμερισμού της περιορισμένης «διαθέσιμης» ή προβλεπτής κοινωνικής ζήτησης για ώρες εργασιακής δύναμης. Το γεγονός αυτό έχει, εξάλλου, οδηγήσει στη μεταβολή των πολιτικών γραμμών, που αντιπαρατίθενται γύρω οπό το ζήτημα αυτό. Ακόμη και στην εργατική τάξη (και κυρίως στα πιο «σταθερά» της τμήματα), ισχυρότατες είναι οι αντιστάσεις πού ξεφυτρώνουν σε σχέση με το αίτημα του περαιτέρω υποχρεωτικού περιορισμοί των ωρών εργασίας, με ταυτόχρονη καθήλωση του πραγματικού μισθού, πού περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκφράζει την αλληλεγγύη προς τους ανέργους. Το ζήτημα αυτό, πού είναι ένα από τα οξύτερα πολιτικά προβλήματα της εποχής μας, αντιμετωπίζεται, προς το παρόν τουλάχιστον, με εξαιρετική διστακτικότητα, τόσο από τα συνδικάτα όσο και από τα προοδευτικά κόμματα. ]


Η κοινωνική κατασκευή της έννοιας της «πλήρους απασχόλησης» είναι έτσι αναγκαίος όρος νομιμοποίησης της θεσπισμένης διάρκειας της μισθωτής εργασίας, πού μέσα από διάφορες διαμεσολαβήσεις εσωτερικοποιείται με τη μορφή ενός ποσοτικοποιημένου και γενικά αποδεκτού «εργασιακού χρόνου». Η πλήρης απασχόληση δεν εκφράζει, με την έννοια αυτή, παρά μια θεσμοποιημένη πραγματική ρύθμιση, το «επίπεδο» της οποίας συναρτάται με την εκάστοτε ισορροπία δυνάμεων, ανάμεσα στα συμφέροντα πού συγκρούονται γύρω από τη διαμόρφωση της. Ταυτόχρονα όμως, ή γενικευμένη χρήση της έννοιας λειτουργεί προς την κατεύθυνση της κατασκευής μιας φενακιστικής «κανονικής» διάρκειας της εργασίας, πού επενεργεί αποφασιστικά στο φαντασιακό επίπεδο και αναπαράγει την ιδεολογική διαίρεση του χρόνου σε «δεσμευμένο» και «ελεύθερο». Η διαίρεση αυτή, βέβαια, όχι μόνο δεν είναι απόλυτη, αλλά και δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα, πού αναφέρονται στο εννοιολογικό περιεχόμενο της διάκρισης, αλλά και στις παραμέτρους της κοινωνικής κατασκευής των νοητικών κατηγοριών. Είναι έτσι, ίσως, περιττό να επιμείνουμε στο γεγονός ότι ή διάκριση αυτή είναι εξ αντικειμένου αδιανόητη, όταν πρυτανεύουν κοινωνικές μορφές όπου οι στιγμές εργασίας και αδράνειας εναλλάσσονται στο πλαίσιο μιας ελεύθερης αυτορρύθμισης του κοινωνικού χρόνου, πράγμα πού συνέβαινε υπό το κράτος των περισσότερων προβιομηχανικών κοινωνικών μορφών.22

[ 22. Είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός πού δίνεται από τον George Hourdin, σύμφωνα με τον όποιο «Σχόλη είναι ο ελεύθερος χρόνος πού νομίμως διαθέτει ο καθένας μας». Ανεξάρτητα από τις αδυναμίες του ορισμού, πού επισημαίνονται ορθά από τον Πατρίκιο, αξίζει να υπογραμμιστεί η πρόταξη του όρου «νομίμως» πού προϋποθέτει, τόσο λογικά όσο και ιδεολογικά ότι έχει ήδη επιτελεσθεί μια αναγνωρισμένη έννομη κατάτμηση του χρόνου σε δύο ευδιάκριτα και αντιθετικά τμήματα, πού σηματοδοτούνται ανάλογα -και πού, κατ' αρχήν τουλάχιστον, εμφανίζονται ως μη εναλλάξιμα. ]

Και είναι, επίσης, ανώφελο να αναλύσουμε περισσότερο το ότι η ίδια αυτή διάκριση δεν έχει αυθύπαρκτο περιεχόμενο, όταν οι ώρες μη εργασίας περιορίζονται στον φυσιολογικά αναγκαίο χρόνο ανάπαυσης. Έτσι ο «ελεύθερος χρόνος», τόσο ως έννοια πού απαιτεί αυστηρό ορισμό, όσο και ως «ζήτημα» πού θέτει κοινωνικά προβλήματα, για τα όποια αναζητούνται «λύσεις», δεν θα μπορούσε να τεθεί παρά μόνον από τη στιγμή πού βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικευμένη θεσμική διαίρεση του χρόνου σε δύο αλληλοαποκλειόμενες νομικές μορφές χρόνου, τον Δεσμευμένο» και τον «αδέσμευτο»,23 δηλαδή τον «υπόλοιπο».


23. Για λόγους λίγο-πολύ προφανείς, ή νεότερη αστική σκέψη πίστευε, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες κατανάλωναν αναρίθμητες ώρες ενέργειας για να επιζήσουν -ταυτόχρονα με την εξίσου διαδεδομένη αλλά αντιφατική πεποίθηση ότι οι ίδιες αυτές κοινωνίες χαρακτηρίζονταν τεμπελιά και την αδυναμία οικονομικού προγραμματισμού της τους. Η απομυθοποίηση των αντιλήψεων αυτών και η ανατοποθέτηση του ζητήματος της πρωτόγονης εργασίας δεν έγινε παρά πολύ πρόσφατα, μια σειρά εμπειρικές ανθρωπολογικές έρευνες, πού απέδειξαν ότι, αντίθετα με τις τρέχουσες δοξασίες, πολλές πρωτόγονες κοινωνίες «εργάζονται» ώρες και ότι, συνεπώς, τόσο ο «κοινωνικός πλούτος» και ή «οικονομική επάρκεια» από τη μια μεριά, όσο και ή «υποαπασχόληση» από την άλλη εξαιρετικά φορτισμένους όρους, που δεν έχουν θέση στην ανάλυση κοινωνιών αυτών παρά μόνον υπό τον όρο ότι θα αποκαθαρθούν εντελώς από τις «ευρωκεντρικές» τους προϊδεάσεις. Με την έννοια αυτή, είναι προφανές ότι τόσο η ίδια η έννοια της «πλήρους απασχόλησης», όσο και η έννοια του «ελεύθερου χρόνου» αποτελούν ιδεολογικές και θεσμικές εννοιοποιήσεις των όρων εργασίας, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μόνον, και ότι συγκροτούν μια γενικευμένη μήτρα εσωτερικοποίηση του καταναγκασμού της εργασιακής δύναμης στην «εξάντληση» των φυσικών της δυνατοτήτων. ]

Και, συνεπώς, από τη στιγμή ακριβώς πού τίθεται ως γενικό κοινωνικό πρόβλημα το ζήτημα των «αλλοτριωτικών» προεκτάσεων της οργάνωσης της μισθωτής εργασίας. Έτσι, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου θα βιωθεί ως εγχείρημα «απόδοσης» στον εργαζόμενο της δυνατότητάς του για ελεύθερη χρήση του χρόνου του, πού είναι αδύνατη στα πλαίσια της απαλλοτριωμένης καθημερινής του εργασίας, και ως «ανάκτηση», έστω από το παράθυρο, μιας εν δυνάμει προσωπικότητας, στην ελεύθερη ανάπτυξη της οποίας ή μισθωτή καθήλωση κλείνει την πόρτα. Ή ολοένα εντονότερη κοινωνική συνειδητοποίηση των αλλοτριωτικών όρων της μισθωτής απασχόλησης, πού φυσικά συνδέεται με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, θα πρέπει λοιπόν να συναρτηθεί άμεσα με τη γενικευμένη κοινωνική αξίωση για ελεύθερο χρόνο και για τις κοινωνικές «υπηρεσίες» πού θα επιτρέψουν την «αξιοποίηση» του. Το ειδικό κοινωνικό πρόβλημα του ελεύθερου χρόνου δεν μπορεί έτσι να υπάρξει παρά μόνο στο μέτρο πού τίθεται και το κοινωνικό πρόβλημα του «δεσμευμένου» χρόνου, δηλαδή της εξαρτημένης εργασίας με τη μορφή της θεσπισμένης «πλήρους απασχόλησης».25 Και επομένως, φυσικά, δεν άφορα παρά μόνο τους «εργαζόμενους»26 με την ιδιότητα τους ως «απασχολούμενους».

25. Wilbert E. Moore, Ο.π., σ. 38. Δεν είναι, ίσως, παρακινδυνευμένο στο σημείο αυτό να ισχυριστεί κανείς ότι η κατασκευή του ελεύθερου χρόνου ως ιδεολογήματος και ως προβλήματος αναπέμπει στην προβληματική του νέου Marx γύρω από την αλλοτριωμένη εργασία και την υπέρβαση της. Διότι γύρω από τον ελεύθερο χρόνο και τη χρήση του δημιουργούνται μια σειρά από θεσμούς, μηχανισμούς, αξιώσεις και δικαιώματα, πού όχι μόνον επιτρέπουν, αλλά και εξωθούν προς την «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» του ανθρώπου. Η κοινωνική κατασκευή ενός ιδιαίτερου και εώλου χώρου, πού βαφτίζεται αόριστα «κοινωνικός» και αντιπαρατίθεται τόσο προς την αναγκαστική εργασία όσο και προς την ιδιαίτερη και εξατομικευμένη προσωπική ζωή, ενός χώρου ακατάτακτου και ανοριοθέτητου, πού όμως υπάρχει τόσο θεσμικά όσο και ιδεολογικά, μπορεί να θεωρηθεί ως διαδικασία κατασκευής ενός «αντίβαρου», σε σχέση με την εξακολουθητική αλλοτριωμένη άσκηση της εργασιακής δραστηριότητας. Πρόκειται, ίσως, για μια από τις ειρωνικότερες «πονηρίες της ιστορίας», αν σκεφθούμε ότι ο «κοινωνικός» αυτός χώρος της ελεύθερης συλλογικής ανάπτυξης της προσωπικότητας όχι μόνο δημιουργεί περισσότερα «προβλήματα» απ' ό,τι υποτίθεται ότι «λύνει», αλλά και ότι αντιμετωπιζόμενος ως «κατάκτηση» και αναδεικνυόμενος σε «δικαίωμα», αποδυναμώνει την αντίσταση στην αλλοτριωμένη εργασία και λειτουργεί ως κατ' εξοχήν νομιμοποιητικός παράγοντας στη διαδικασία εκβίασης της κοινωνικής συναίνεσης, στο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και στην επιβίωση της καταπιεστικής και αλλοτριωμένης εργασίας.


Η ίδια, όμως, η ανάδυση του προβλήματος του ελεύθερου χρόνου οδηγεί, ταυτόχρονα, προς μιαν ουσιαστικότατη μετατόπιση στην κοινωνική προσληψιμότητα της έννοιας του «εργάζεσθαι». Στο μέτρο πού κυριαρχεί ή σημασιολογική εξίσωση ελεύθερος χρόνος=μη εργασιακός χρόνος, εξωθούμαστε προς μια γενικευμένη ταύτιση ανθρώπινων λειτουργιών ή «στιγμών», πού σηματοδοτούσαν στο παρελθόν εντελώς διαφοροποιημένες ή απροσδιόριστες κοινωνικές χρήσεις του χρόνου: ή διασκέδαση, ή απραξία, ή τεμπελιά, αλλά και ή αυτόνομη εκούσια δραστηριότητα, πού κατατείνει σε οικονομικούς ή εισοδηματικούς στόχους έξω από το τυπικό πλαίσιο της απασχόλησης, παραμορφώνονται κάτω από την ισοπεδωτική μονοσημία του κελύφους πού ονομάζεται ελεύθερος χρόνος. Με συνέπεια την πλήρη αποουσιαστικοποίηση της δυνατότητας πρόσληψης της έννοιας «εργασία», πού είτε ως πραγματικότητα είτε ως προβολή ταυτίζεται νοητικά και συμβολικά με τον δεσμευμένο, ετερόνομο και καταναγκαστικό χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου και μόνον ο άνθρωπος υποτίθεται πώς «εργάζεται».27

[ 27. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για τις ψυχοκοινωνικές, ιδεολογικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις της πλήρους «απομαγικοποίησης» της εργασιακής δραστηριότητας, πού είναι πια ολοένα και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί, έστω προγραμματικά, ως αυτόνομη και ελεύθερη. Με την έννοια αυτή, ίσως η απομάκρυνση της «ουτοπίας» και η συνακόλουθη προϊούσα εξανέμιση από το φαντασιακό των εργαζομένων αυτού πού ο Ernst Bloch ονόμασε «εκείνο-που-δεν-υπάρχει-ακόμη» να αποτελούν μία από τις σημαντικότερες νίκες του τεχνοκρατικού παραγωγιστικού ορθολογισμού. ]

Το ζήτημα, όμως, δεν σταματά εκεί. Η «τεχνικά» απόλυτη διάκριση ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον ελεύθερο χρόνο οδηγεί στην αντίθεση ανάμεσα στον τρόπο πρόσληψης του χρόνου εργασίας από τη μια μεριά και του υπόλοιπου σηματοδοτημένου χρόνου από την άλλη. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται με τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αλληλοαποκλειόμενες μορφές εσωτερίκευσης της διάρκειας, πού μολονότι αναπέμπουν σε σαφώς διαφοροποιημένα τμήματα χρόνου, καταλύουν εντούτοις την παραδοσιακή μονοσημαντότητά του. Ο «απλός» και ολοκληρωτικά καταναγκαστικός χρόνος του παραδοσιακού προλετάριου, πού υποδούλωνε το Υποκείμενο σε μιαν αδυσώπητη εξίσωση του συνολικά διαθέσιμου χρόνου με τον εργασιακό καταναγκασμό ως ορό της επιβίωσης, αντικαθίσταται από μια μόνιμη ένταση ανάμεσα σε δύο ασυμβίβαστες μήτρες πρόσληψης της διάρκειας, ένταση πού δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρότατες προεκτάσεις στον τρόπο αντιμετώπισης τόσο του κανονιστικά εργασιακού χώρου, όσο και του υπολειπόμενου ελευθέρου.28 (έννοια του «κοινωνικοί χρόνου» σε αντιπαράθεση με τον «φυσικό» ή «συστημικό» χρόνο). Το Υποκείμενο παραμένει ενιαίο έτσι ώστε εργαζόμενο μεν να «προσβλέπει» στον χρόνο μη εργασίας και στην απελευθέρωση του χρόνου, μη εργαζόμενο δε να αντιμετωπίζει το φάσμα του επικείμενου χρόνου εργασίας. Η αντίθεση ανάμεσα στους δύο χρόνους δεν εξαντλείται, λοιπόν, στην τεχνική διαίρεση και διαφοροποίηση τους, αλλά αναπαράγεται «στο εσωτερικό» των διαφοροποιημένων κανονιστικών τμημάτων χρόνου. Φτάνουμε στο σημείο όπου ο χρόνος βιώνεται σαν μια αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στον «ελεύθερο» και στον «δέσμιο» χρόνο πού δεν είναι δυνατόν να νοηθούν ο ένας χωρίς τον άλλον.
Ο χρόνος βιώνεται, έτσι, αποσπασματικά και αντιφατικά. Από τη στιγμή πού ή κοινωνική θέσπιση του κατακερματισμένου χρόνου συνεπάγεται έναν κανονιστικό χαρακτηρισμό του χρονικού «πλαισίου» κάθε ανθρώπινης ενέργειας και εφόσον ή εσωτερίκευση οποιασδήποτε ατομικής πρακτικής εντάσσεται, εξ ορισμού, σε μια σημαίνουσα χρονική μήτρα, ο άνθρωπος δεν χάνει μόνο τον έλεγχο των ενεργειών του, αλλά και τη δυνατότητα αυτόνομης κατανόησης της σκοπιμότητας τους.29 ( Δεν είναι, ίσως, παρακινδυνευμένο να σκεφθούμε ότι οι ψυχαναγκαστικές τάσεις στην αυτοσηματοδότηση οποιασδήποτε πρακτικής, σε συνάρτηση με τον θεσπισμένο χρόνο, μπορεί να οδηγεί σε νέες μορφές αλλοτρίωσης και ανισορροπίας. Όπως λέει ο Maurice Blanchot, «πολύ περισσότερο από την αστάθεια και το ακαθήλωτο, είναι ή κατάτμηση και ο κατακερματισμός πού προκαλούν σύγχυση και αποδιοργάνωση») Με αποτέλεσμα, να είναι ολοένα και πιο δύσκολο για τον ίδιο τον εργαζόμενο να χαρακτηρίσει την «εργασία» αλλιώς παρά συμβατικά, δηλαδή συναγωγικά σε σχέση με τη χρονική μήτρα πού επικαθορίζει το κοινωνικό νόημα της δραστηριότητας, ή οποία ασκείται στα πλαίσια της.
Αν, όμως, το εσωτερικοποιημένο νόημα της μισθωτής εργασιακής δράσης φαίνεται να τείνει γενικά στο να προκαλεί τις απορρυθμιστικές αυτές μετασημασιολογήσεις, ο συνεχιζόμενος αντικειμενικός περιορισμός του θεσμικά προσδιορισμένου νόμιμου εργασιακού χρόνου έχει, με τη σειρά του, άλλες ακόμη σοβαρότερες προεκτάσεις, πού ως έναν βαθμό αναστρέφουν τις διαδικασίες παραγωγής σημασιών. Διότι, αν σε μια πρώτη φάση ή σχετική μείωση των ωρών εργασίας οδήγησε, όπως είδαμε, στην ανάγκη κοινωνικής κατασκευής της απόλυτης καθηλωτικής εννοίας της «πλήρους απασχόλησης», οι πιο πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται να υπονομεύουν, με τη σειρά τους, την καθολική εμβέλεια της άκριτης αποδοχής της ως απαρέγκλητης «φυσιολογικής» νόρμας. Το γεγονός της ανάκτησης, από μέρους των εργαζομένων, ενός ολοένα μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, πού μπορούν να καταναλώνουν «ελεύθερα» και έξω από τους άμεσους καταναγκασμούς της μισθωτής εργασίας, συνεπάγεται την απελευθέρωση ολοένα μεγαλύτερης «ενέργειας», πού μπορεί να διατίθεται απεριόριστα και ανεξέλεγκτα. ο «εκτός απασχόλησης» χρόνος καταναλίσκεται σε ολοένα πιο ποικίλες δραστηριότητες, πολλές από τις οποίες είναι ενεργεία ή δυνάμει εισοδηματοφόρες, άρα και «εργασιακές». Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, μπροστά σε μια διαδικασία Όπου ο αδέσμευτος χρόνος φαίνεται να λειτουργεί όλο και περισσότερο, με τρόπο πού θυμίζει τις προκαπιταλιστικές περιόδους, οπότε ολόκληρος ο χρόνος βιωνόταν σαν μια ελεύθερη εναλλαγή εργασίας και σχόλης. Πράγμα πού δεν μπορεί παρά να επηρεάζει αποφασιστικά όχι μόνο τον τρόπο πρόσληψης του χρόνου και της έντασης ανάμεσα στον δέσμιο και ελεύθερο χρόνο, αλλά και τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται η εργασία και γενικότερα οι εισοδηματοφόρες δραστηριότητες.
Δεν μπορώ, βέβαια, να προχωρήσω περισσότερο στην ανάλυση των τεράστιων, και ακόμη ανεπεξέργαστων, αυτών ζητημάτων. Ας σημειωθεί, όμως, ότι απ’ αυτό και μόνο γίνεται σαφές πόσο είναι ανάγκη να ξανασκεφθούμε γύρω από τα νοητικά σχήματα, πού χρησιμοποιούνται από τον κυρίαρχο λόγο για την κοινωνική σήμανση του εργασιακού φαινομένου. Φαίνεται, έτσι, να περνούμε σε μια φάση όπου όλες οι «βεβαιότητες» γύρω από την εργασία αρχίζουν να τίθενται σε αμφισβήτηση.
Ούτε οι «εργαζόμενοι» ούτε οι «απασχολούμενοι», αλλά ούτε και το εργάζεσθαι σε αντιδιαστολή με το μη εργάζεσθαι αποτελούν πια αυτονόητες κατηγορίες, και τα ακατάτακτα, ενδιάμεσα και αντιφατικά κοινωνικά υπόλοιπα ορθώνονται πεισματικά μπροστά μας, με απροσμέτρητες κοινωνικές, ιδεολογικές και προφανώς πολιτικές προεκτάσεις. Ήδη μέσα από το γυναικείο κίνημα έχει επιτευχθεί ή κοινωνική αναγνώριση της οικιακής εργασίας. Οι φοιτητές αγωνίζονται να πετύχουν τη θεσμική κατοχύρωση της κοινωνικής τους λειτουργίας ως αναγνωρισμένης και οιονεί παραγωγικής απασχόλησης. Ολοένα και περισσότερες μορφές δραστηριότητας ονοματίζονται και κρυσταλλώνονται, διαρρηγνύοντας τα αποκλειστικά και αρραγή νοητικά κελύφη, πού οροθετούσαν τις αντιλήψεις για το τι «είναι» εργασία και ποιος «είναι» εργαζόμενος. Μετά από έναν ή ενάμιση αιώνα σημασιολογικής καθήλωσης, η ίδια η λέξη «εργασία» φαίνεται, λοιπόν, να ανακτά την προκαπιταλιστική αμφισημία της, και μάλιστα να γίνεται και άμεσο αντικείμενο παρεμβάσεων, διεκδικήσεων και αγώνων. Η αύξουσα αχλύ του όρου εκφράζει ακριβώς τη ριζική μεταβολή στην αντιμετώπιση των τρεχουσών πρακτικών κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης. και αν ακόμη διάφορες μορφές ακατάτακτων «εξωαπασχολησιακών» εισοδηματοφόρων δραστηριοτήτων δεν είναι καθεαυτές πρωτόγνωρες, η κρυστάλλωση της κοινωνικής (και συνεπώς και της πολιτικής) τους σημασίας είναι διαδικασία πού άρχισε μόλις πρόσφατα. Μοιραία, ίσως, οι κυρίαρχες μορφές χαρτογράφησης του κοινωνικού χώρου παραμένουν αιχμάλωτες των παραδοσιακών και δοκιμασμένων αναλυτικών εργαλείων. Αλλά η κρίση της θεωρίας έχει ήδη ενσκήψει: οι προτάσεις για νέες εννοιοποιήσεις και κατηγοριοποιήσεις πληθαίνουν απ’ όλες τις πλευρές. και για πρώτη φορά, το πανίσχυρο, κυρίαρχο «παράδειγμα» των μονοσθενών καθηλωμένων και αποκλειστικών κοινωνικών ταξινομήσεων φαίνεται να κλονίζεται. Αν ήδη η «εργασία» εμφανίζεται ως έννοια προβληματική, κατά μείζονα λόγο και η κατάταξη των «εργαζομένων» σε προκατασκευασμένες κατηγορίες αποτελεί θεωρητική πρακτική, πού μοιάζει όλο και πιο αυθαίρετη.


Ε. Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΤΟΥ
Όπως τονίστηκε ήδη, η γενικότερη επέκταση της εργοδοτικής σημασίας του κράτους και των οργανισμών, πού ελέγχονται απ’ αυτό, είναι κοινός τόπος.57 Ανεξάρτητα από αίτια, είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα γενικότερα, αλλά και στην περιοχή της πρωτεύουσας ειδικότερα, ή απασχόληση στον δημόσιο τομέα είναι θεμελιακής κοινωνικής σημασίας, Όπως είδαμε και παραπάνω (Πίνακας 3), οι απασχολούμενοι στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, πού είναι 15,4% του ενεργού πληθυσμού το 1951, 14,2% το 1961 και 14,4% το 1971,58 αυξάνονται αλματωδώς τα τελευταία χρόνια για να φτάσουν το 21,3% το 1983.


[ Ανεξάρτητα από την ακρίβεια τους -πού φαίνεται αμφίβολη-, τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη συμμετοχή των κυβερνητικών υπηρεσιών στον ενεργό πληθυσμό ορισμένων μεσογειακών πόλεων υποδηλώνουν την ιδιαίτερη σημασία της κρατικής απασχόλησης στην Αθήνα. Σύμφωνα, λοιπόν, με μελέτη πού αναφέρεται σε στοιχεία του 1970, τα ποσοστά των κρατικοδίαιτων είναι 39% στην Αθήνα, 12% στη Θεσσαλονίκη, 19% ατή Ρώμη, 9% στη Νάπολη, 4% στο Μιλάνο, 27% στη Λισσαβόνα, 18% στο Οπόρτο, 21% στο Βελιγράδι, 17% στο Ζάγκρεμπ, 45% στην Άγκυρα και 23% στην Κωνσταντινούπολη. ]

Αν προσθέσουμε και εκείνους πού εξαρτώνται έμμεσα από το Δημόσιο (τράπεζες, ενέργεια, επικοινωνίες, κ.λπ.) -κλάδοι πού διογκώνονται κι αυτοί γοργά-, η δημόσια απασχόληση στην πρωτεύουσα ξεπερνά ήδη το 30% του ενεργού πληθυσμού.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι οι κατηγορίες αυτές συγκεντρώνουν προνομιακά τους εκπαιδευμένους. Το 1983, μόνον οι απόφοιτοι Γυμνασίου ή Πανεπιστημίου, πού απασχολούνταν στις κυβερνητικές υπηρεσίες, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις τράπεζες, την ενέργεια και τις επικοινωνίες ανέρχονταν σε 245.800, αντιπροσωπεύοντας το 25% του συνόλου των ενεργών και το 35% του συνόλου των μισθωτών. (Για τις γυναίκες τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν της τάξεως των 35% και 44%). Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τους μαζικούς διορισμούς των ετών 1983-84, οι εκπαιδευμένοι στους κλάδους αυτούς θα πρέπει σήμερα να πλησιάζουν ακόμη και το 40% των μισθωτών ανδρών και το 50% των μισθωτών γυναικών. Ποσοστά, πού μπορεί μεν να μην είναι τεράστια, συγκρινόμενα με άλλες «διοικητικές» πόλεις, αλλά πού υποδεικνύουν, όπως είδαμε, τον ταχύτατο μετασχηματισμό της πρωτεύουσας τα τελευταία χρόνια.
Στο σημείο αυτό, μερικές γενικότερες παρατηρήσεις είναι ίσως αναγκαίες. Έχω την πεποίθηση ότι ή κρατική απασχόληση, και μάλιστα στην Ελλάδα, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί πλήρως από την απασχόληση στους ιδιωτικούς τομείς της οικονομίας, από την άποψη των κοινωνικών της προϋποθέσεων, από την άποψη των συνεπειών της και από την άποψη των ιδεολογικών και συμβολικών της προεκτάσεων.
Πράγματι, ή σύμβαση εργασίας με το Δημόσιο αντιπαρατίθεται, από πολλές απόψεις, με την τυπικά ομώνυμη σύμβαση εργασίας, πού συνάπτεται στην ιδιωτική καπιταλιστική αγορά εργασίας. Η «κοινή» ιδιωτική σύμβαση εργασίας είναι, εξ ορισμού, προσωρινή. Ούτε ο εργοδότης αλλά ούτε και ο εργαζόμενος είναι ποτέ δυνατόν να δεσμευθούν επ' άπειρον, αφού αντικείμενο της σύμβασης είναι μια ορισμένη ποσότητα εργασιακής δύναμης, πού «δεσμεύεται» για ένα ορισμένο -χρονικό διάστημα. ο εργοδότης δικαιούται πάντοτε να λύσει τη σύμβαση, δηλαδή να απολύσει τον εργαζόμενο, έστω και έναντι αποζημιώσεως αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. και είναι ακριβώς ή γνώση εκ μέρους του εργάτη ότι ο εργοδότης έχει κάθε στιγμή τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση, πού προσδιορίζει την «ασυμμετρική στρατηγική ικανότητα» των δύο πόλων της εργασιακής σχέσης. Οι λόγοι είναι προφανείς και εγγράφονται στην ίδια τη συγκρότηση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Είναι σαφές ότι οι τελευταίες θα καταλύονταν εξ ορισμού, αν με τη σύμβαση εργασίας ο εργοδότης δεσμευόταν έπ' αόριστον, αν δηλαδή ήταν αντικείμενο προστασίας ή συγκεκριμένη εργασιακή δραστηριότητα του εργάτη. Πράγματι, εάν ο εργαζόμενος είχε τη νομική δυνατότητα να εξακολουθήσει τη (μισθωτή) εργασία του χωρίς τη θέληση του εργοδότη, θα αποκτούσε ένα είδος ελέγχου στη διαδικασία της δικής του παραγωγικής δραστηριότητας. Υπό το κράτος όμως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ένας τέτοιος έλεγχος είναι αδιανόητος: ή οποιαδήποτε προστασία της εργασίας, είτε είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη είτε όχι, δεν μπορεί παρά να παραμένει αφηρημένη, μετουσιωμένη δηλαδή σε απλό δικαίωμα αποζημίωσης (από τον εργοδότη ή από το κράτος), αν ο εργαζόμενος χάσει την απασχόληση του ή δεν μπορεί να βρει άλλη. Το «δικαίωμα» στην εργασία είναι, λοιπόν, απλό «δικαίωμα» στην αφηρημένη μισθωτή απασχόληση και ποτέ δικαίωμα στη συγκεκριμένη εργασία. Είναι θεσμοποιημένη απαίτηση εξεύρεσης μισθωτής εργασίας, και μόνο διασταλτικά μπορεί να θεωρηθεί «δικαίωμα». Με την έννοια αυτή, μια «κανονική» ρύθμιση καπιταλιστικών εργασιακών σχέσεων δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξουδετερώσει την ειδοποιό προλεταριακή ανασφάλεια, πού χαρακτηρίζει τους κοινωνικούς φορείς, οι όποιοι έχουν αποξενωθεί από την Ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων. Είτε απασχολείται είτε όχι, ο προλετάριος-μισθωτός αντιμετωπίζει, λοιπόν, εξ ορισμού το ενδεχόμενο της απώλειας της μισθωτής του εργασίας και το φάσμα της ανεργίας. Αυτό και μόνον, εξάλλου, καθιστά δυνατή την έστω αμβλυμένη διαιώνιση της καθαρά οικονομικής βίας, πού είναι αναγκαίο δομικό χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του προλεταριάτου συνιστάται, ακριβώς, στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία να αρνηθεί την πώληση του εμπορεύματος του. Ελεύθερος τυπικά να πουλήσει ή όχι, αλλά ευρισκόμενος σε πραγματική αδυναμία να μην πουλήσει, ο προλετάριος αυτοδεσμεύεται προσωρινά και «εξασφαλίζεται» επίσης προσωρινά. Με την έννοια αυτή, ή προσωρινής διάρκειας ιδιωτική σύμβαση εργασίας αποτελεί τη θεσμική επικύρωση της προλεταριακής ιδιότητας, στο μέτρο πού παραμένει εγγεγραμμένη στο πλαίσιο της ή εγγενής και απαράγραπτη προλεταριακή ανασφάλεια. Το εργατικό δίκαιο έχει, λοιπόν, ως πραγματικό αντικείμενο τη ρύθμιση των μορφών, με τις οποίες υλοποιείται συγκεκριμένα ή διαδικασία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, με άλλα λόγια τη διαδικασία του (οικονομικού) καταναγκασμού των εργαζομένων στο να πουλούν την εργασιακή τους δύναμη για να επιβιώσουν.
Σε πλήρη αντιδιαστολή, η πρόσληψη στο Δημόσιο και η σύμβαση εργασίας, πού συνάπτεται στο πλαίσιο της δημόσιας απασχόλησης, έχει εντελώς διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όσον άφορα στις προεκτάσεις της στον εργαζόμενο. Στην τυπική της μορφή, η δημόσια πρόσληψη, μολονότι δεν συγκροτεί θεσμοθετημένο δικαίωμα του εργαζόμενου σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, οδηγεί σε δικαίωμα του υπαλλήλου για μόνιμη απασχόληση, σε «πλήρη» δηλαδή και οριστική εργασιακή (και βιοτική) εξασφάλιση, συνεπώς σε «απελευθέρωση» του από την ειδοποιό καπιταλιστική ανασφάλεια, στην οποία υπόκεινται όλοι οι άλλοι μισθωτοί. Η πρόσληψη στον δημόσιο τομέα ισοδυναμεί ουσιαστικά με «αποπρολεταριοποίηση», αφού στην τυπική της μορφή, η εφάπαξ σύναψη της σύμβασης εργασίας καταλύει οριστικά τους μηχανισμούς της οικονομικής βίας και οδηγεί τον υπάλληλο σε οριστική έξοδο από την καπιταλιστική αγορά εργασίας. ο μισθωτός δημόσιος υπάλληλος είναι, με την έννοια αυτή, «ψευδομισθωτός». Άσχετα, λοιπόν, από την ταξική κατάσταση του εργαζόμενου στο Δημόσιο, πριν να αποκτήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου, και άσχετα από το «επίπεδο» της ιεραρχικής του θέσης, η δια βίου θεσμοποιημένη εργασιακή «εξασφάλιση» του τον αποσπά ενεργεία και δυνάμει από τη στρατιά των προλετάριων μη ιδιοκτητών. Υπό τον όρο της τυπικής συμμόρφωσης του στις διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα -πού στην ουσία δεν αναφέρονται στην οποιαδήποτε τυχόν «παραγωγικότητα» του αλλά στην απλή συμπόρευσή του με τις επιταγές της τυπικής ιεραρχίας-, ο υπάλληλος αποκτά, μ αυτόν τον τρόπο, προσωποπαγές δικαίωμα για την εφ' ορού ζωής δυνατότητα απόλαυσης μιας σειράς από ειδικά πλεονεκτήματα. Υπόκειται μεν, λοιπόν, στην υπαλληλική πειθαρχία, αναπαράγοντας έτσι το γενικότερο κυρίαρχο σύστημα της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας, αλλά δεν είναι προλετάριος: Όχι μόνον είναι θεσμικά αμετακίνητος, αλλά και «δικαιούται» μιας προδιαγεγραμμένης μισθολογικής και βαθμολογικής ανέλιξης, δηλαδή μιας σταδιοδρομίας πού οδηγεί σε μιαν εξασφαλισμένη συνταξιοδότηση. Όλες οι νομοθεσίες ρυθμίζουν κατά τρόπο εξονυχιστικό τις μορφές της ανέλιξης αυτής, πού είναι προσωποπαγής και ουσιαστικά αναφαίρετη. Ή οριστική απόλυση, έσχατη ποινή των δημοσιοϋπαλληλικών κωδίκων, επιβάλλεται σπανιότατα, εκτός βέβαια όταν πρυτανεύουν πολιτικά κριτήρια.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δικαίωμα οικειοποίησης ενός προσδιορισμένου ποσού, πού αντλείται από το κρατικά ελεγχόμενο οικονομικό πλεόνασμα, μιας προσόδου, ή οποία «οφείλεται» στον υπάλληλο άσχετα από οποιεσδήποτε ικανότητες του και άσχετα από την αποτελεσματικότητα του στην εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια θεσμικά εγγυημένη «εξασφάλιση» εισοδήματος, πού παίρνει απλώς τη μορφή μισθού, που στην πραγματικότητα λειτουργεί έξω από την αγορά. Ή επιβίωση του δημοσίου υπαλλήλου ορίζεται εξωαγοραία και δεν προκύπτει από σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα στην «εισροή» εργασιακής δύναμης και στην «εισροή» της αξίας της. Ουσιαστικά είναι ένα προσοδικό προνόμιο πού εξασφαλίζει, σε χαμηλά έστω επίπεδα, την επιβίωση των μισθοδοτουμένων, υπό τον ορό της τήρησης ορισμένων κανόνων, πού όσο και αν είναι ενδεχομένως καταπιεστικοί και δεσμευτικοί του χρόνου και της ενέργειας των εργαζομένων, είναι σε τελική ανάλυση τελετουργικοί και αν ακόμη και στην ιδιωτική αγορά εργασίας το περιεχόμενο της εργασιακής υποχρέωσης του εργαζόμενου, όσον άφορα στις εντελώς συγκεκριμένες «υποχρεώσεις» του, δεν μπορεί παρά να παραμένει απροσδιόριστο, η απροσδιοριστία των συγκεκριμένων «εργασιακών υποχρεώσεων» του δημοσίου υπαλλήλου είναι απόλυτη: μόνη «εργασιακή παροχή» του είναι ή αποδοχή του συστήματος της ιεραρχημένης ένταξης στην υπαλληλική λογική, πού, ανεξάρτητα από κάθε τυχόν, «έργο» συνοψίζεται περίπου στη σωματική και συμβολική του παρουσία.
Πρόκειται, δηλαδή, για δύο εγγενώς διαφοροποιημένες μορφές εργασιακής ενσωμάτωσης στο σύστημα καταμερισμού της εργασίας και των κοινωνικών ρόλων. Ωστόσο, ή διαφοροποίηση αυτή δεν σηματοδοτεί, εξ ορισμού, διαφορετικές αντιμετωπίσεις της μισθωτής εργασίας, ούτε και οδηγεί, εξ ορισμού, σε δύο σαφώς διαφορετικά συστήματα παραστάσεων. Ο κοινός παρονομαστής πού σφραγίζει και τις δύο μορφές είναι ο μισθός, πού εμφανίζεται ως καθολική μήτρα όλων των εξαρτημένων μορφών απασχόλησης, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές προϋποθέσεις, οι όποιες οροθετούν τις πραγματικές συνθήκες πού διέπουν την εργασιακή σχέση. Ο μισθός ως μορφή έχει, λοιπόν, την τάση να υφίσταται μια σημασιολογική προέκταση, πού δεν είχε στο παρελθόν. Η ίδια λέξη και η ίδια άμεση κοινωνική συμβολική χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν δύο τύπους σχέσεων πού, τουλάχιστον στην προβολή τους, ερείδονται επάνω σε διαφορετικές και, από ορισμένες πλευρές, διαμετρικά αντίθετες μορφές κοινωνικού εξαναγκασμού και εσωτερικοποιημένης βίας. Η κοινή λέξη είναι, βέβαια, το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πού εκκόλαψε την κυρίαρχη σηματοδότηση της εξίσωσης προσφορά εξαρτημένης εργασίας = προϋπόθεση χρηματικής αμοιβής με τη μορφή μισθού. και συναρτάται με τη γενικευμένη εσωτερίκευση της αυστηρά οικονομικής βίας ως «μοιραίας» και αναπόδραστης συνθήκης της κοινωνικής ενσωμάτωσης, Ολόκληρο το σύστημα κοσμοπαραστάσεων, πού συγκροτήθηκε υπό το κράτος του καπιταλισμού, γυρίζει γύρω από την ανάγκη αναζήτησης εξαρτημένης εργασίας (και μισθού) και κατατείνει στην ατομική υπέρβαση της ειδοποιού προλεταριακής ανασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό, η αβεβαιότητα της ανθρώπινης μοίρας μετατίθεται στην αβεβαιότητα της αγοράς εργασίας. Η επιτυχία ενός ενεργού μισθού δεν είναι παρά αναστολή της ανασφάλειας, και επάνω ακριβώς στην αναστολή αυτή βασίζεται και η καθολική αποδοχή της καπιταλιστικής εξουσίας: Η απειλή της ανεργίας εκβιάζει όχι μόνο τη συναίνεση, αλλά και την κοινωνική αξίωση για την εξεύρεση μισθωτής εργασίας. Πρώτος ο καπιταλισμός κατασκεύασε έτσι ένα σύστημα, οπού όλες οι συντεταγμένες παραμένουν, εξ ορισμού, ρευστές, ασταθείς και αναστρέψιμες, όπου δηλαδή οι σχέσεις του ανθρώπου με τον κόσμο σηματοδοτούνται μέσα από μια αναγκαία κοινωνική αβεβαιότητα για τη διάρκεια των προϋποθέσεων επιβίωσης.
Η ρευστότητα της εργασιακής κατάστασης συνδέεται με την κοινωνική κατασκευή ενός αβέβαιου κοινωνικού χρόνου, πού δεν βιωνόταν ως επαναληπτικός και κυκλικός, αλλά ως τεθλασμένα γραμμικός. Όσο και αν στέναζαν κάτω από την αυθαίρετη εξουσία του αφέντη, ο δούλος και ο κολίγος ήταν κατ' αρχήν κοινωνικά «εξασφαλισμένοι»: ή απόλυτη εξάρτηση τους ισοδυναμούσε με πλήρη κοινωνική ακινησία. Ή ετερόνομη μοίρα τους ήταν έτσι «σίγουρη», και φοβόνταν μόνο τη «φύση» ή τη φυσική καταστροφή. ο καπιταλισμός εισήγαγε τη θεσμοποιημένη κοινωνική αβεβαιότητα, δηλαδή την αγορά, και ή ίδια ή δυναμική της κίνησης ανάγεται στην εσωτερικευμένη δυναμική της αβεβαιότητας, όσον άφορα στην κοινοτική εξακολούθηση της συγκεκριμένης μορφής ενσωμάτωσης. Με την έννοια αυτή, πρώτος ο καπιταλισμός θέτει στους εργαζόμενους το πρόβλημα του περιορισμού της κοινωνικής διάρκειας της ενσωματώνουσας μορφής ως θεμελιακής εναγώνιας προσμονής του «καλού» και αποφυγής του «κακού». τις καλές σοδειές τις έφερνε ο Θεός, την καλή δουλειά ή αγορά. Οι λίγες εισοδηματοφόρες μορφές, πού διαψεύδουν την αρχή αύτη, είτε έχουν αποσιωπηθεί ως προς την κοινωνική τους σημασία, είτε έχουν θεωρηθεί ως εκτρωματικές, παρασιτικές ή τουλάχιστον παρεκκλίνουσες, σε σχέση με την τυπική καπιταλιστική λογική. Κύριο παράδειγμα ή έγγεια πρόσοδος, πού σε όλες τις αναλυτικές ερμηνείες εξετάζεται ως «ειδική» μορφή και συχνά ως προκαπιταλιστικό «κατάλοιπο». Άλλα και η μορφή του «εισοδηματία», του καπιταλιστικού κτηματία,64 αντιμετωπίζεται συχνά ως παρασιτική και εξωκαπιταλιστική μορφή.
Είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι η μετατροπή του κεφαλαίου σε απλή προσοδούχα πηγή και ή αντικατάσταση του αβέβαιου κέρδους από το σίγουρο (και προφανώς ποσοστιαία χαμηλότερο) «εισόδημα-πρόσοδο» είναι εγγενές επιφαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ή μορφή αυτή, όμως, αντιστρατεύεται σαφώς τη λογική της αγοράς και του καθαρού καπιταλισμού. Από τη στιγμή πού το κέρδος της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου μπορεί να εκφράζεται ως μονοπωλιακή πρόσοδος μη διακινδυνευόντων δικαιούχων, και όχι ως «αμοιβή» της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και διακινδύνευσης, αποδυναμώνεται η νομιμοποίηση της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας και δράσης. Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα πού τίθεται σε σχέση με την εκμετάλλευση «φυσικών μονοπωλίων», πού προϋποθέτει ακριβώς την αδυναμία λειτουργίας μιας ελεύθερης αγοράς.
Τα προβλήματα αυτά δεν μπορεί παρά να έχουν σημαντικές ιδεολογικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις, ακόμη και στον χώρο της οικονομικής θεωρίας. Ή διατύπωση της γενικότερης έννοιας της «προσόδου», σε αντιδιαστολή με την έννοια του κέρδους, δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά ή έκφραση μιας διαδεδομένης διστακτικότητας, όσον άφορα στην αντιμετώπιση των καπιταλιστικών «κερδών», πού δεν προέρχονται από το κανονικό παιγνίδι των δυνάμεων της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς. Δεν είναι, φυσικά, δυνατόν να εισέλθω, στο σημείο αυτό, στο πρόβλημα του θεωρητικού χαρακτηρισμού της γαιοπροσόδου και της «προσόδου» γενικότερα, πού αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της οικονομικής θεωρίας. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά στην ανάδυση νέων και πρωτόφαντων μορφών εισοδηματοφόρων δραστηριοτήτων, πού στηρίζονται σε μια πραγματική κατάσταση ισχύος, η οποία κατοχυρώνεται εκτός ελεύθερης αγοράς. Οι εισοδηματοφόρες αυτές μορφές διαφοροποιούνται σαφώς και αντιπαρατίθενται προς το «κανονικό» επιχειρηματικό κέρδος ή και τον «κανονικό» μισθό, πού πραγματοποιείται στην ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, οπού και το μόνο κεκτημένο δικαίωμα είναι ή ιδιοκτησία του κινούμενου και αξιοποιούμενου κεφαλαίου ή της εργασιακής δύναμης.
Από την άποψη λοιπόν αυτή, ο προσοδούχος είναι, από ορισμένες τουλάχιστον πλευρές, ομόλογος με τον «εξασφαλισμένο μισθωτό». και οι δύο δεν επιζούν μέσα στην αγορά, δεν υπόκεινται στην αβεβαιότητα των νόμων της, δεν αναλαμβάνουν κινδύνους, δεν υφίστανται τις οικονομικές και ψυχο-κοινωνικές συνέπειες της αγοραίας ανασφάλειας. Πρόκειται, δηλαδή, για μορφές πού, μολονότι κρυσταλλώθηκαν μέσα στον καπιταλισμό, δεν είναι strcto sensu καπιταλιστικές, αφού εκφράζουν μια δομή στατική και καθηλωτική, μια θεσμοποιημένη διάρκεια, μιαν «εξαίρεση» ή «απαλλαγή» από την αγορά, τους νόμους της και τους κινδύνους της, και μιαν αποδέσμευση από την κοινωνική ανασφάλεια και τις συνέπειες της.66

[66. Στό σημείο αυτό, δεν έχουν σημασία ούτε η πηγή της προσόδου ούτε οι κοινωνικοί μηχανισμοί, που παράγουν και αναπαράγουν το προσοδικό δικαίωμα. Οι μηχανισμοί έχουν, βέβαια, τεράστια σημασία για την ανάλυση του συγκεκριμένου τρόπου, με τον οποίον οι διάφορες προσοδικές μορφές συμβάλλουν στη ροή του πλεονάσματος. Εκείνο πού ενδιαφέρει όμως είναι, από τη μια μεριά, ότι όλες οι μορφές της προσόδου συνιστούν δομημένα κοινωνικά δικαιώματα επί τον πλεονάσματος, και με την έννοια αυτή βρίσκονται έξω από την παραγωγική διαδικασία. και από την άλλη μεριά, ότι τα προσοδικά αυτά δικαιώματα λειτουργούν ανεξάρτητα από τους «νόμους» της αγοράς και αποτελούν τρόπον τινά μια pre-emptio επάνω στο συνολικό προϊόν: οι κοινωνικοί όροι της παραγωγής των δικαιωμάτων αυτών είναι βέβαια ποικίλοι. Και το γεγονός ότι στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής όχι μόνον επιβιώνουν προκαπιταλιστικές προσοδικές μορφές, αλλά και δημιουργούνται και νέες επάνω σε εντελώς διαφορετική δάση, μαρτυρεί απλώς για τον δυναμισμό και την εξαιρετική κοινωνική προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού. Ακόμη και στο πλαίσιο της τυπικής (ιδιωτικής) μισθωτής εργασίας, δημιουργούνται μορφές ουσιαστικά προσοδικές. Έτσι, ο δυϊσμός της αγοράς εργασίας έχει ερμηνευθεί ως συνέπεια μιας διαδικασίας, όπου «ορισμένες μερίδες του εργασιακού δυναμικού αρχίζουν να μονώνονται εναντίον της αβεβαιότητας και της διακύμανσης της ζήτησης έτσι ώστε οι απαιτήσεις τους να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκαταβολικά, σε οποιονδήποτε προγραμματισμό ή λήψη αποφάσεων. Από την άποψη αυτή, οι μερίδες αυτές λειτουργούν ως "κεφάλαιο"». Η ερμηνεία αυτή παρασιωπά, βέβαια, εντελώς τις διαδικασίες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.


Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει την περαιτέρω υπόθεση ότι οι αντικειμενικές ανάγκες, πού πιέζουν το καπιταλιστικό σύστημα να «αποπρολεταριοποιήσει» ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος των κοινωνών, είναι ομόλογες με τις προσδιοριστικές αιτίες της τάσης για κατακερματισμό και υποδιαίρεση των μισθωτών στρωμάτων.67

67. Το ζήτημα είναι φυσικά πολύ ευρύτερο. Άλλα είναι γεγονός ότι μία από τις σημαντικότερες αντιφάσεις του υστέρου καπιταλισμοί έγκειται στην αύξουσα αντικειμενική αδυναμία παραγωγικής απασχόλησης του εργασιακού δυναμικού. Μία από τις πολιτικές «δυνατότητες» πού ανοίγονται στο σύστημα είναι ή αύξουσα θεσμοποιημένη αποπρολεταριοποίηση.

Πάνω απ’ όλα, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα εξουσίας πού πρέπει να αναπαραχθεί. Πρέπει, βέβαια, να αναπαραχθεί οικονομικά με την εξασφάλιση των ορών για τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Πρέπει, όμως, να αναπαραχθεί και πολιτικά, μέσα από τη συντήρηση ενός στοιχειώδους γενικευμένου con-sensus, πού πέρα από τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές διεργασίες προϋποθέτει και μια σειρά από κοινωνικά, δηλαδή ταξικά στηρίγματα. Η κοινωνική κατασκευή ολοένα ευρύτερων -και εσωτερικά διαφοροποιημένων- στρωμάτων προσοδούχων, πού αποκτούν προσωποπαγή δικαιώματα στο πλεόνασμα, συμβάλλει αντικειμενικά στην αποδυνάμωση των εσωτερικών αντιφάσεων του συστήματος: ή κοινωνική δόμηση νέων «μικροπρονομιούχων στρωμάτων» είναι με την έννοια αυτή μία από τις λυσιτελέστερες μορφές στρατηγικής εκδίπλωσης του καπιταλισμού, προς την κατεύθυνση της κοινωνικής κατασκευής νέων πολιτικών και ιδεολογικών στηριγμάτων, στο πλαίσιο των οποίων αυξάνονται και τα περιθώρια των ελιγμών, πού θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση του συστήματος.
Παρόμοιες διαδικασίες υπήρξαν, προφανώς, αποφασιστικής κοινωνικής σημασίας στη διαδικασία κατασκευής της πρόσφατης νεοελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης. Ανεξάρτητα από το βασικής κοινωνικής και πολιτικής σημασίας πρόβλημα της προέλευσης των πόρων, πού αναδιανέμονται μέσω του κρατικού μηχανισμού με τη μορφή προσόδου κάθε λογής -πρόβλημα πού εκφράζεται με την οξύτατη δημοσιονομική κρίση του κράτους- είναι γεγονός ότι ή αύξουσα κοινωνική βαρύτητα της δημόσιας εργοδοσίας68 αποτελεί κοινωνικό γεγονός με απροσμέτρητες προεκτάσεις.
Θα πρέπει, ίσως, να σημειωθεί ότι ή «βαρύτητα» αυτή δεν είναι απλώς ποσοτική. Ακόμη και στις ΗΠΑ, η δημόσια εργοδοσία αντιπροσωπεύει μεγάλο και αυξάνον μέρος της συνολικής εργοδοσίας, χωρίς όμως να σφραγίζει το σύνολο της αγοράς εργασίας με την καταλυτική της παρουσία και καθολική συμβολική ελκυστική της δύναμη. Με την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες μορφές άρθρωσης της ιδιωτικής αγοράς εργασίας με τη δημόσια απασχόληση πρέπει να διευρυνθούν στο πλαίσιο των συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών, όπου λαμβάνουν χώρα. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι όσο πιο αδιάρθρωτη είναι η ιδιωτική αγορά εργασίας, όσο πιο έντονο το πραγματικό ή συμβολικό φάσμα της ανεργίας, όσο πιο ισχυρές οι φαντασιώσεις της κοινωνικής ανασφάλειας και όσο λιγότερο αναπτυγμένες οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο και η κρατική υπερτροφίας θα έχει την τάση να συνοδεύεται από μια πάνδημη προσδοκία πρόσβασης στο διανεμόμενο μάννα. Το γεγονός της εξαιρετικά έντονης και διάχυτης επιθυμίας των Ελλήνων να διοριστούν στον Δημόσιο τομέα δεν έχει ανάγκη να τεκμηριωθεί. Σε σχέση μάλιστα με άλλες χώρες, η ελκυστικότητα του δημόσιου τομέα φαίνεται να είναι απροσμέτρητα μεγαλύτερη: σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, 64% των Ελλήνων νέων μέχρι 25 ετών δηλώνουν ότι προτιμούν τη δημόσια απασχόληση από την ιδιωτική, ποσοστό που, κατά μέσον όρο, δεν ξεπερνά το 26% στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.