Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922)»
Εκδόσεις: Θεμέλιο, 1975


Σελίδα 570



Όπως παρατηρεί ο Theodor Adorno, τα επαρχιακά σχολικά ιδρύματα είναι συχνά κατεξοχήν τόποι σμίλευσης των «ημιμαθών».

 Η λειτουργία του συνόλου σχεδόν των δημοτικών σχολείων του τόπου για όλο το 19ο αιώνα ήταν πραγματικά υποτυπώδης.
Έτσι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εκείνο πού διακρίνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι ή αντίφαση ανάμεσα σε μία ποσοτικά θεαματική υπερεκπαίδευση, μιας, μεγάλης έστω, μειοψηφίας, και στον αναλφαβητισμό, ή την ημιμάθεια της πλειοψηφίας του πληθυσμού, πού οδηγεί έναν έντονο πολιτιστικό διαφορισμό του λαού σε σχέση με την άρχουσα τάξη, και μέσω των ιδεολογικών προεκτάσεων του επικοινωνιακού χάσματος σε μια υπογραμμισμένη και αποκρυσταλλωμένη πολιτιστική ταξική απόσταση. Ταυτόχρονα, το ίδιο αυτό πολιτιστικό χάσμα πού αναπαράγεται από το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αντιστοιχεί σ' ένα κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, πού να προσδιορίζεται από την ταξική προέλευση των φορέων, αλλά αντίθετα ενεργοποιεί μιαν αδιάκοπη κοινωνική ανακατανομή, πάνω στη βάση μιας σχετικά αδύνατης ταξικής επιλογής. Προκύπτει ότι η διάβαση από τις μη εκπαιδευμένες τάξεις στις εκπαιδευμένες, πού ενεργοποιούνταν μέσω του σχολικού μηχανισμού, μετατόπιζε συνεχώς τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες. Έτσι, δεδομένου από τη μια μεριά του θεμελιακού ρόλου της εκπαίδευσης στη διαδικασία της κοινωνικής κινητικότητας και από την άλλη μεριά της ταχύτητας της διόγκωσης των μεσαίων στρωμάτων, πού τροφοδοτούνταν συνεχώς από τους μηχανισμούς της σχολικής ανέλιξης, η αδιάκοπη αυτή ανακατανομή των ταξικών διαφοροποιήσεων συγκροτεί μιαν από τις αποφασιστικότερες συνιστώσες της αποσιώπησης των βασικών κοινωνικών αντιφάσεων. Η επίφαση της αξιοκρατίας της σχολικής προόδου, πού γεννάει την πίστη σε μια «ισότητα μπροστά στο σχολείο», ενίσχυε τα αποκοιμιστικά αποτελέσματα της κυρίαρχης μικροαστικής ιδεολογίας. Έτσι, το παράδοξο ενός ημιεκπαιδευμένου λαού πού παράγει μια εξαιρετικά ευρεία εκπαιδευμένη «αφρόκρεμα» αποκτά την πραγματική σημασία. Το ελληνικό σχολικό σύστημα δεν ανταποκρινόταν μόνο προς τη συγκεκριμένη εξέλιξη των λειτουργικών αναγκών ενός κοινωνικού σχηματισμού, πού απαρτίζονταν κυρίως από μικρακαλλιεργητές και μη παραγωγικούς αστούς, στο πλαίσιο της οποίας ήταν ανάγκη να ρυθμιστούν οι διαδικασίες των ρευμάτων της κοινωνικής μετάταξης. Επιπρόσθετα, το ίδιο αυτό σχολικό σύστημα και η ιδεολογία πού oχούνταν μέσα από τους μηχανισμούς του, συνέβαλε αποφασιστικά στην αποσιώπηση των ουσιαστικών κοινωνικών αντιφάσεων: ή λατρεία της γνώσης στην Ελλάδα το 19ο αιώνα δεν είναι παρά η ανάστροφη φάση της γενικής πίστης στην έμφυτη δυνατότητα των ατόμων να ξεπεράσουν την ταξική τους κατάσταση. Ο «αυτοδημιούργητος» άνθρωπος της χρυσής εποχής του αμερικάνικου καπιταλισμού, πού υπήρξε ή αποφασιστικότερη ίσως ιδεολογική κρυστάλλωση της αποουσιαστικοποίησης του πολιτικού φαινομένου στις ΗΠΑ, έχει πολλές λειτουργικές αντιστοιχίες με τον «αυτοεκπαιδευόμενο» άνθρωπο της Ελλάδας, πού επί πολλές γενιές εξήπτε τη συλλογική φαντασία των μικρών καλλιεργητών, πού επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη γη και να «προκόψουν» στην πόλη. Αν υπάρχει μία χώρα οπού θα μπορούσε γενικά να γίνει πιστευτός ο μύθος ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός των κατώτερων τάξεων από τα αγαθά του πολιτισμού είναι δυνατόν να αρθεί μέσω εκπαιδευτικών και πολιτιστικών μηχανισμών και μόνον, αυτή η χώρα είναι η Ελλάδα.


ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η δόμηση των ταξικών σχέσεων στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις αναλύσεις πού επιχειρήσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του έργου, παρουσιάζει μια σειρά από γνωρίσματα εντελώς άτυπα: πρόκειται για ένα κοινωνικό σχηματισμό οπού τα μη παραγωγικά αστικά στρώματα απλώνονται με εξαιρετικά γοργό ρυθμό και για έναν ολόκληρο αιώνα, ενώ ο παραγωγικός αστικός πληθυσμός παραμένει πολύ περιορισμένος. Αυτή ή ιδιότυπη ιδιαιτερότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, πού οφείλεται στις συγκεκριμένες συνθήκες πού συνοδεύουν τη διείσδυση του καπιταλισμού στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και στον ειδικό ρόλο πού οι Έλληνες έπαιξαν στη διαδικασία αυτή, προσδιορίζει με τη σειρά της την κυρίαρχη μορφή δομικής κοινωνικής κινητικότητας του ελληνικού κοινωνικού χώρου: για έναν ολόκληρο αιώνα, βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε μία μαζική ροή διάβασης της μικρής ανεξάρτητης αγροτιάς στη μη παραγωγική μικρή αστική τάξη των πόλεων. Αυτή ή ιδιαίτερη πλευρά — όπως και η συνακόλουθη ισχνότητα ενός ρεύματος πού θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας τάξης προλεταρίων στις πόλεις — σφραγίζει την εσωτερική δυναμική ολόκληρου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι δομικοί προσδιορισμοί του ελληνικού συστήματος οδηγούν στο ότι οι μόνες καινούριες «θέσεις» πού ανοίγονταν σε μαζική κλίμακα να είναι θέσεις τυπικά μη παραγωγικές και μικροαστικές. Ταυτόχρονα, οι πιο σημαντικές κοινωνικές εφεδρείες, απ’ οπού πηγάζουν τα ρεύματα της κινητικότητας— τόσο της οριζόντιας όσο και της κάθετης—βρίσκονται ανάμεσα στις γραμμές της μικρής και της μέσης ανεξάρτητης αγροτιάς, πού είναι και η μόνη κοινωνική κατηγορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού πού απειλείται άμεσα από τη διείσδυση των μηχανισμών της καπιταλιστικής αγοράς. Έτσι, κάτω από το πρίσμα των ιστορικών της αναγκών, ή άτυπη αυτή μορφή δομικής κινητικότητας αντιστοιχεί σ' ένα εξίσου άτυπο σχολικό σύστημα. Ο μαζικός χαρακτήρας της ταξικής διάβασης πού κυριαρχεί, αντανακλάται από ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό πρόσβασης στις ανώτερες κλίμακες της δημόσιας εκπαίδευσης. Από την άλλη μεριά, ο περιθωριακός χαρακτήρας των προλεταριακών στρωμάτων οδηγεί στο να είναι περιττό ένα δεύτερο εκπαιδευτικό δίκτυο, και εξηγεί την πλήρη του απουσία. Ο σχετικά «δημοκρατικός» χαρακτήρας του σχολικού συστήματος είναι λοιπόν ή άμεση συνέπεια όλων αυτών. Τέλος, οι ειδικές συνθήκες πού συνοδεύουν την ανάπτυξη μιας «υπέρ - επικρατειακής» μεταπρατικής αστικής τάξης, με κύριο μέλημα την ιδεολογική σύμπηξη των γραμμών της, συναρτάται με την εξαιρετική δύναμη ενός κατασκευασμένου και εσωτερικοποιημενού εθνικισμού, πού είναι βασικά προσανατολισμένος προς το ιδεολογικοποιημένο παρελθόν του, πού είναι έτσι εξ ορισμού αδύνατον να καταστραφεί, στο μέτρο πού λειτουργεί κατά τρόπο αυτονομοποιημένο σε σχέση με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα του εθνικού κράτους. Έτσι, ο ρόλος των μηχανισμών της εκπαίδευσης δεν ήταν άτυπος μόνον όσον αφορά τις κοινωνικές του λειτουργίες σαν τέτοιες. Οι μηχανισμοί αυτοί απόκτησαν επίσης ένα κοινωνικό βάρος εξαιρετικά σημαντικό σε απόλυτους ορούς. Πράγματι, σπάνιες είναι οι περιφερειακές χώρες, στο πλαίσιο των οποίων ή εκπαίδευση μπόρεσε να παίξει τόσο σημαντικό ρόλο. Και ακόμα και στους σχηματισμούς του καπιταλιστικού κέντρου μόνον από το τέλος του 19ου αιώνα και πέρα άρχισαν οι σημαντικότεροι κοινωνικοί μετασχηματισμοί να περνούν μέσω των εκπαιδευτικών μηχανισμών, σα βασικών φορέων επιλογής και προσανατολισμού στη διαδικασία του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα, και μία εξαιρετική συγκυρία παραγόντων οδήγησε στην ανάγκη πού είχε ή μαζική ροή προς τη μικροαστική τάξη να ενεργοποιείται μέσω ειδικών μηχανισμών, έτσι ώστε ή εκπαίδευση να καθίσταται ο παράγοντας κλειδί της διαδικασίας της διαγενεϊκής ανοδικής κινητικότητας. Αν αυτή η επιμεριστική λειτουργία της παιδείας είναι κοινή και θεμελιακή στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, υπήρξε γενικά δευτερεύουσας σημασίας στις περιφερειακές κοινωνίες. Και ανάμεσα στις τελευταίες, πάρα πολύ λίγες είναι — τουλάχιστον το 19ο αιώνα — εκείνες οπού οι μέσες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις να διογκώνονται με ρυθμούς αρκετά γοργούς, ώστε να μην είναι δυνατόν να καλυφθούν οι διαθέσιμες θέσεις μέσω της απλής αναπαραγωγής των «κατεστημένων» ανώτερων στρωμάτων, έτσι ώστε να υπολείπεται «χώρος» για πολλούς νέους υποψήφιους. Στις περισσότερες περιφερειακές χώρες οι δομικοί προσδιορισμοί της κινητικότητας προς την αστική και μικροαστική τάξη επιτρέπουν μία περιορισμένη μόνο κοινωνική ανέλιξη.
Έτσι, νομίζουμε, το κύριο «διαστρεβλωτικό» αποτέλεσμα πού απέρρευσε από την ενσωμάτωση του ελληνικού κόσμου στα κυκλώματα του παγκόσμιου καπιταλισμού συνοψίζεται ακριβώς στις «εξαιρετικές» μορφές κινητικότητας. Η «ασύμπτωτη» ανάπτυξη των ταξικών σχέσεων στην Ελλάδα όπως προκύπτει από την αύξουσα δυσυμμετρία ανάμεσα στις υπό εκμετάλλευση παραγωγικές τάξεις και στις άρχουσες μη παραγωγικές τάξεις, αντανακλάται άμεσα στους μηχανισμούς της αναπαραγωγής πού ενεργοποιούν τη δυναμική του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας: σε τελευταία ανάλυση ή αντίφαση ανάμεσα στην (υπερεκπαίδευση» και στην «ημιμάθεια» υπερκαλύπτει την κοινωνική διάσταση, πού αντιπαραθέτει από τη μία μεριά το μέρος εκείνου του κοινωνικού σώματος πού μένει έξω από τις ροές της κινητικότητας και αναπαράγεται με αυτόματο τρόπο χωρίς προκαταβολική επέμβαση του σχολικού ιδεολογικού μηχανισμού, και από την άλλη μεριά του μέρους εκείνου του πληθυσμού πού καλείται να πραγματοποιήσει το ποιοτικό άλμα της προσπέλασης στη μικρή αστική τάξη των πόλεων, ένα άλμα πού προϋποθέτει ακριβώς μια συστηματική ιδεολογική εγχάραξη. Το κύριο αντικείμενο του βιβλίου αυτού ήταν να προβάλει ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης, κυρίως όσον αφορά τους τρόπους δόμησης των ταξικών σχέσεων στην Ελλάδα μέχρι το 1922. Θα 'πρεπε όμως να σημειώσουμε ότι ορισμένες από αυτές τις συνέπειες εμμένουν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, παρ' όλη την εξαφάνιση των εξαιρετικών παραγόντων πού είχαν οδηγήσει στη δημιουργία τους: Η καταστροφή των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού, εξαφάνισε βέβαια τις διαδικασίες συσσώρευσης πού βρίσκονταν στη βάση της θεαματικής διόγκωσης των μη παραγωγικών ελληνικών στρωμάτων. Όμως αναπόφευκτα ο ταξικός χαρακτήρας των στρωμάτων των πόλεων δε μετασχηματίστηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Μετά το 1922 και την εισροή των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμό; εξακολουθούσε να είναι ακριβώς όπως πριν, συγκροτημένος ουσιαστικά από χωρικούς και μικροαστούς. Εάν οι πρόσφυγες βρέθηκαν απεκδυμένοι από όλα τους τα αγαθά, θα χρειαστούν δεκαετίες για να ενσωματωθούν οριστικά στις νέες παραγωγικές σχέσεις πού δημιουργούνται στην Ελλάδα μετά ακριβώς το 1922, και για να εγκαταλείψουν την ταξική ιδεολογία πού τους διείπε στο παρελθόν.