Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ...ΕΝΟΣ ΤΕΚΕ


Στον τεκέ του Μιχάλη στα Χιώτικα σύχναζαν οι καλύτεροι μάγκες'...απ`έξω δε φαίνεται τίποτε άλλο παρά μια μικρή ξύλινη καλύβα, δύο τρία πρόχειρα δωμάτια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο. Στα πίσω δωμάτια η φαμελιά. Το μπροστινό δωμάτιο είναι μεγαλύτερο, σχεδόν αδειανό από έπιπλα. Ο Μιχάλης έχει φωτιά αναμμένη - καίει θυμάρι. Το ξύλο του θυμαριού είναι το γλυκύτερο για το άναμμα του ναργιλέ, αλλά καλό είναι και το ξύλο της αμυγδαλιάς και της καρυδιάς. Στη μέση του δωματίου πυρώνει το μαγκάλι κι`η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από τους καπνούς. Τέσσερις άντρες είναι κιόλας εκεί και πίνουν ναργιλέ. Οχι τον κομψό γυάλινο ναργιλέ των καφενέδων, αλλά μια κακοφτιαγμένη πίπα από καρύδα. Ο τεκετζής φέρνει κι`άλλο ναργιλέ κι`αρχίζει να ζεσταίνει ένα κομμάτι χασίς πάνω απ`το μαγκάλι.
"Ε, Μιχάλη, τάμαθες για το μαύρο που ο Μπαρμπα-Γιάννης έφερε από την Ιτέα; Θα τη "βρης" μόνο με δυο ρουφιξιές, μου είπανε."
Ο Μιχάλης μένει ανέκφραστος. "Το καλύτερο τούρκικο χασίσι είναι το Προυσαλιό. Ξυλώνεσαι κάπως παραπάνω, αλλά τ`αξίζει. Το καπνίζω από πιτσιρικάς. Τύφλα νά`χουν όλα τ`άλλα. Αυτό είναι το καλύτερο "μαύρο" που μπορείς να βρεις." Παίρνει το πακετάκι πάνω από την φωτιά κι`αρχίζει να το πατηκώνει πάνω στο πάτωμα. Οταν μαλακώσει και κρυώσει, κόβει ένα κομματάκι από το σκούρο χασίς και το βάζει στο ναργιλέ.
Ακούγεται απ`έξω ένας ελαφρός θόρυβος κι`ο Μιχάλης σηκώνει ανήσυχος τα μάτια του, αλλά η γυναίκα του, που κύταζε όλη την ώρα, του φωνάζει: "Εντάξει, ο Μπάτης κι` ο Μάρκος είναι."
Δύο άντρες μπαίνουν μέσα. Ο πρώτος είναι κοντός, καλοβαλμένος μ`ένα φροντισμένο μουστάκι και το μπαγλαμά κάτω από τη μασχάλη. "Εφερα το φίλο μου, τον τσιγγανάκο να πιει και αυτός λιγάκι," λέει, κουνώντας το μπαγλαμαδάκι. "Ε ρε και ποιους βλέπω; Τον Νίκο τον Τρελλάκια, το Γιάννη τον Αραμπατζή και τον Μαρίνο τον Μουστάκα. Τι κάνουνε οι μουστάκες σου απόψε; Ρε παιδιά δε θα δώσετε στον παλιόφιλο το Μπάτη να πιει;" Οι μάγκες χαμογελούν και δίνουν την πίπα στον μικροκαμωμένο άντρα. Αυτός κάθεται δίπλα στον Νίκο τον Τρελλάκια και φωνάζει τον φίλο του, "Ε, Μάρκο, θα στέκεσαι όρθιος σαν κούτσουρο; Ελα κάτσε να πιεις και συ μαζί μας."
Ο μεγαλόσωμος άντρας με το κομψό κουστούμι και την εργατική τραγιάσκα κάθεται πίσω του κι` αφήνει με πολλή προσοχή το μπουζούκι πίσω του. Παίρνει την πίπα και τραβάει βαθειές ρουφηξιές. Μέχρι τώρα δεν είχε ανοίξει το στόμα του και το βαρύ του πρόσωπο με το μεγάλο σαγόνι είναι ανέκφραστο σαν τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου. Μετά απο δυο τρεις ρουφηξιές, τα μάτια του αρχίζουν να κλείνουν κι` ένα χαμόγελο φαίνεται αχνά γύρω από το στόμα του. Παίρνει το μπουζούκι στο χέρι του, παιζει μερικές νότες... "Μπράβο ρε Μάρκο με το ωραίο μπουζούκι σου..." μουρμουρίζει ο Νίκος ο Τρελλάκιας, ενώ ο Μάρκος παίζει την εισαγωγή αυτοσχεδιάζοντας και ποικίλλοντας καθώς προχωράει. Οι νότες ξεχειλίζουν άγρια κι` έπειτα αργά, μετά έρχονται φράσεις που όλο και ανεβαίνουν κι` έπειτα ξαναγυρίζει στην αρχική του νότα και την παίζει ξανά και ξανά σα να μην μπορεί να ξεφύγει απ`αυτήν κι` έπειτα ξεκινάει, αλλά για να ξαναγυρίσει σ`αυτήν, χτυπώντας πια το ρυθμό με το πόδι πάνω στο πάτωμα. Μετά την περίπλοκη εισαγωγή, το τραγούδι είναι εκπληκτικά απλό. Ο μπάτης τον συνοδεύει με τον μπαγλαμά, ενώ ο Μάρκος με τραχιά φωνή τραγουδάει το τραγούδι που σκάρωσε χτες βράδυ...

Κάντονε, Σταύρο, κάντονε. Βάλτου φωτιά και κάφτονε
Δώσε του Νίκου του Τρελλού, του μάστορα του ξυλουργού
Τράβα βρε Γιάννη Αραμπατζή, πούσαι μαγκιόρος τεκετζής
Δώσε του Νικολάκη μας να βγάλει το μεράκι μας
Τζούρα δώσε του Μπάτη μας, του μόρτη του μπερμπάντη μας.


"Μπράβο Μάρκο με το μπουζούκι σου. Ρε Μιχάλη, πλύνε την πίπα και φτιάξε άλλον έναν ναργιλέ για τον μάγκα μας το Μάρκο."
Οι μάγκες, που είχαν μαζευτεί στον τεκέ του Μιχάλη εκείνη την νύχτα του 1930 ξέρανε πως βρίσκονταν παρέα με κάποιον που έπαιζε καλή μουσική και σκάρωνε όμορφα τραγουδάκια γι`αυτούς. Δεν υποπτεύονταν, όμως ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης θα γινόταν γνωστός σαν "πατέρας" του ρεμπέτικου. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν βέβαια, ότι η μουσική των κρυφών τεκέδων του Πειραιά θα γινόταν τόσο δημοφιλής, που οι άνθρωποι απ` όλες τις τάξεις θα έτρεχαν να την ακούσουν κι` ότι οι μπουζουκτσήδες θα οδηγούσαν "Ρολς-Ρόυς".


Για περισσότερα ιστορικά στοιχεία διαβάστε την βιογραφία - συνέντευξη του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα

Επιστροφή στο αρχικό μενού