| |
| Pink Floyd:
Βιογραφία |
|
Μια από τις πλέον σημαντικές και
καταξιωμένες rock μπάντες όλων των
εποχών είναι οι Pink Floyd, το οριακό space rock
συγκρότημα. Από τα μέσα της δεκαετίας
του 60 η μουσική τους έχει αδιάκοπα
φλερτάρει με ηλεκτρονικούς ήχους και
όλων των ειδών τα ειδικά εφφέ για να
πιέσει την ποπ φόρμα στα όρια της.
Ταυτόχρονα έχουν συγκρουσθεί με λυρικά
θέματα και παλιωμένες αντιλήψεις σε
τόσο μεγάλη κλίμακα ώστε η μουσική τους
να θεωρείται σχεδόν κλασσική με μια
οπερετική ποιότητα τόσο στον ήχο όσο
και στον στίχο.
Σε αντίθεση με την αστρική τους
εικόνα το συγκρότημα προσγειώθηκε
ανώμαλα το 1980 από αναπόφευκτα
δυναμικές έριδες των μελών του για την
εσωτερική κυριαρχία και για την
καθοριστική για την καλλιτεχνική τους
πορεία ηγεσία, που κατέληξαν σε
φιλονικίες ακόμα και για την πατρότητα
του ονόματος τους. Μέχρι τότε είχαν
καθιερωθεί στις συνειδήσεις των
παθιασμένων ακρατών τους ως
συναυλιακοί δεινόσαυροι, ικανοί να
γεμίσουν τεράστια στάδια και να
μονοπωλήσουν τις κορυφές των charts,
δίνοντας πάντα αρκετά περισσότερα από
μια συναρπαστική ανάπλαση των πιο
δημοφιλών μοτίβων τους. Η μετέπειτα
όμως νωθρότητα και δυσκαμψία τους δεν
μπορεί να παραχαράξει το γεγονός ότι
στη πρώτη δεκαετία της ύπαρξής τους,
ήταν ένα από τα πλέον καινοτόμα και
πρωτοποριακά συγκροτήματα τόσο στις
συναυλίες τους, όσο και στο στούντιο.
Οι Pink Floyd αν και είναι γνωστοί για τα
μεγαλοπρεπή και επικά, θεματικά πάντα,
άλμπουμς τους κατά την διάρκεια του 70,
ξεκίνησαν ως μια πολύ διαφορετική
ψυχεδελική μπάντα. Ενα από τα πλέον
χαρακτηριστικά και θρυλικά
συγκροτήματα της rock ιστορίας λοιπόν,
αναπτύχθηκε στο Γυμνάσιο του Cambridge. Οι
Syd Barrett (γ. ως Roger Keith Barrett, 6 Ιανουαρίου 1946
κιθάρα, φωνητικά), Roger Waters (γ.9
Σεπτεμβρίου 1944, μπάσο, φωνητικά) και David
Gilmour (γ. 6 Μαρτίου 1944, ηλ. κιθάρα, φωνητικά)
ήταν μαθητές και φίλοι εκεί. Με κλίση
και ενδιαφέρον στη μουσική, οι Barrett και
Gilmour, κάνουν μια περιοδεία στην Ευρώπη
με αφορμή τις υποχρεώσεις του πρώτου
στο Camberwell School of Art του Λονδίνου. Ο Waters εν
τω μεταξύ σπουδάζει αρχιτεκτονική στο
Regent Street Polytechnic. Παράλληλα σχηματίζει
μια R & B μπάντα, τους Sigma 6, με τους
συμφοιτητές του Nick Mason (γ.27 Ιανουαρίου
1945, ντραμς) και Rick Wright (γ.28 Ιουλίου 1945,
πλήκτρα). Η αρχική σύνθεση περιλαμβάνει
τον μπασίστα Clive Metcalfe, μια και ο Waters
προτιμά να παίζει κιθάρα την εποχή
εκείνη, και για πολύ λίγο την Juliette Glae, η
οποία αργότερα παντρεύεται τον Wright
αλλά κάνει την πρώτη ουσιαστική αλλαγή
όταν ο Brian Close (κιθάρα) αντικαθιστά τον
Metcalfe.
Με τον Waters πλέον στο μπάσο, το
συγκρότημα αλλάζει μια πλειάδα από
ονόματα μεταξύ των οποίων είναι τα T-Set
και (Screaming) Adbads. Αισθανόμενος μια
τελμάτωση και στασιμότητα ο Roger
προσκαλεί τον Barnett να παίζει μαζί τους
αλλά το προσωπικό μελωδικό στίγμα του
τελευταίου, ένα χαρμάνι από blues, pop και
μυστικισμό, έρχεται σε αντίθεση με το
ευθύ, παραδοσιακό παίξιμο του Close και οι
Adbads διαλύονται στα τέλη του 1965. Σχεδόν
αμέσως οι Barnett, Waters, Mason και Wright
ενώνονται με το όνομα Pink Floyd, ένα όνομα
που προτείνει ο Barrett, εμπνευσμένος από
ένα άλμπουμ των blues μουσικών από την
Georgia Pinkey 'Pink' Anderson και Floyd Council. Μέσα σε
μερικές εβδομάδες το κουαρτέτο έκανε
τις πρώτες του ηχογραφήσεις στη Thompson
Prirate Recording Company στα υπόγεια ενός
σπιτιού. Είναι το Lucy Leave ένα καθαρό
μείγμα pop και R&B του Syd Barnett και
μια ερμηνεία του I'm a king bee του Slim Harpo.
Αν και πρωτόλεια, τα δυο τραγούδια
οριοθετούν το συγκεκριμένο σκοπό του
γκρουπ. Διαγράφοντας το υπερβολικό Sound
από το όνομα τους, αρχίζουν και
αναγνωρίζονται ως μέρος μιας
συγκεκριμένης υποκουλτούρας
επικεντρωμένης στον London Free School. Αυτός ο
αυτοδύναμος ουρανισμός που εστίαζε το
ενδιαφέρον του σε ό,τι υγιές underground,
δίνει την έμπνευση για την δημιουργία
της πρώτης εναλλακτικής έκδοσης της
Μεγ. Βρετανίας, των International Times. Το πρώτο
φύλλο εκδίδεται στις 15 Οκτωβρίου 1966 στο
Roundhouse και είναι ακριβώς εδώ που κάνουν
οι Pink Floyd την παρθενική τους εμφάνιση σε
μεγάλη κλίμακα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του
ίδιου χρόνου, το γκρουπ εμφανίζεται σε
κανονική βάση στο περίφημο UFO Club
οδηγώντας το ψυχεδελικό κίνημα της
Μεγάλης Βρετανίας με μεγεθυσμένα
αυτοσχεδιαστικά sets και έντονα
οπτικοακουστικά shows.
O Barrett αρχίζει και συνθέτει pop
ψυχεδελικά πρελούδια τα οποία
συνδυάζουν ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις
(ιδιαίτερα με εξαγριωμένες κιθάρες και
κομμάτια από κύμβαλα και συνθεσάιζερ),
με εύπεπτες μελωδίες και περίεργο
στίχο, που εμφανίζουν τον κόσμο με μια
ποιητική χροιά και ταυτόχρονα με ένα
είδος παιδικής ανησυχίας. Εν τω μεταξύ,
demos του γκρουπ με παραγωγή του Joe Bitd,
ενός από τους ιδιοκτήτες του UFO Club,
προτείνονται στην Ε.Μ.Ι. και έτσι
κλείνεται η συμφωνία του γκρουπ για
συνεργασία με την EMI Records. Ολως
περιέργως, τα πρώτα singles των Pink Floyd που
γίνονται επιτυχίες ηχούν τελείως
διαφορετικά από τα συνταρακτικά live
τους, εμφανίζοντας τις γοητευτικές
μελωδίες και τον υπόγειο στίχο του Barrett.
Το Arnold Layne είναι μια συμπαθητική
κωμική βινιέτα για έναν; transvestite που
κλέβει γυναικεία ρούχα από το σχοινί
απλώματος, που αποφεύγει την
λογοκρισία του BBC και μπαίνει στο Top 20.
Ακολουθεί το καλειδοσκόπιο See Emily Play με
αρχικό τίτλο Games for May προς τιμή
μιας εμφάνισης του γκρουπ στο Queen Elizabeth
Hall, και ανεβαίνει στο Νο 6 του Top Ten τον
Ιούνιο του 1967.
Το πρώτο άλμπουμ, The Piper at the Gates of Dawn,
το οποίο επίσης κυκλοφορεί το 1967,
θεωρείται μάλλον το μεγαλύτερο
ψυχεδελικό άλμπουμ της Μεγάλης
Βρετανίας μετά από το Sgt Pepper's των
Beatles. Κυριευμένο ολοκληρωτικά από τα
τραγούδια του Barrett, το άλμπουμ είναι ένα
γλυκύτατο πανηγύρι από μυστηριώδεις
εποχούμενους rockers (Lucifer Sam), παράξενους
χαρακτήρες ιστοριών (The Gnome), παιδικές
αναμνήσεις (Bike, Matilda Mother) και
περίεργα κομμάτια με τεράστια instrumental
τμήματα (Astronomy Domine, Interstellar Overdrive, Pow R Toc
H) που χαρτογραφεί με έντονο τρόπο
την προσήλωση και τον θαυμασμό τους για
τα διαστημικά ταξίδια. Ο δίσκος δεν
είναι μόνο διαφορετικός από όλους τους
άλλους, είναι και τελείως διαφορετικός
από ό,τι άλλο έχουν κάνει οι Pink Floyd.
Χρωματίζει με σαφείς αποχρώσεις ένα
όραμα που είναι κατά πολύ περισσότερο
εύθυμο, pop και ανάλαφρο από τα επόμενα
μυθικά τους έπη. Φυσικα ο λόγος που οι
Pink Floyd ποτέ δεν κάνουν στη συνέχεια ένα
συγγενές άλμπουμ με το Piper, είναι
γιατί ήταν το μόνο που ηχογραφείται
κάτω από την ολοκληρωτική επίβλεψη του
Syd Barrett.
Γύρω στα μέσα του 1967, ο πρωτοπόρος και
αινιγματικός δημιουργός, αρχίζει να
δείχνει φανερά ανησυχητικά σημάδια
πνευματικής ανισορροπίας. Ο Syd πέφτει
σε καταστάσεις κατατονίας στη σκηνή,
παίζοντας μουσική που είχε πολύ μικρή
σχέση με το υπάρχον υλικό, ή μερικές
φορές μην παίζοντας μουσική καθόλου.
Μια περιοδεία τους στην Αμερική
μειώνεται καθώς είναι σχεδόν ανίκανος
να λειτουργήσει, παίζοντας μόνο το ρόλο
του pop ειδώλου. Εξαρτώμενος από τον Barrett
για το μεγαλύτερο μέρος του οράματός
τους αλλά και του υλικού τους, οι
υπόλοιποι του γκρουπ τον βρίσκουν
ανίκανο να επικοινωνήσει μαζί τους και
θεωρούν αδύνατον να δουλέψουν μαζί του,
τόσο στα live όσο και στο στούντιο.
Στις αρχές του 1968 ο David Gilmour, ένας φίλος
του συγκροτήματος, επίσης από το Cambridge
έρχεται στο συγκρότημα ως πέμπτο μέλος.
Η ιδέα πίσω από αυτή την κίνηση, ήταν να
βοηθήσει ο Gilmour τους Pink Floyd να
συνεχίσουν να λειτουργούν στις live
εμφανίσεις. Ο Barrett είναι ακόμη ικανός να
γράψει, να συνθέσει και να συνεισφέρει
εν γένει στους δίσκους. Ούτε όμως αυτός
ο συνδυασμός μπορεί να λειτουργήσει,
και μετά από μερικούς μήνες ο Barrett
φεύγει από το συγκρότημα. Ταυτόχρονα ο
μάνατζερ των Pink Floyd, βλέποντας την
ερειπωμένη από τον πρώτο κιθαρίστα,
πρώτο τραγουδιστή και κύριο συνθέτη
και στιχουργό μπάντα, αποφασίζει να
εγκαταλείψει το συγκρότημα και να
ακολουθήσει τον Syd στα solo του άλμπουμ.
Τέτοιες δυσκολίες και αντιξοότητες
θα μπορούσαν να είναι αποφασιστικής
σημασίας για τα 99 από τα 100 συγκροτήματα,
όχι όμως για τους Pink Floyd. Το
αποκεφαλισμένο γκρουπ ανασυγκροτείται,
αναδομείται και όχι μόνο διατηρούν την
δημοτικότητά τους, αλλά γίνονται ακόμη
πιο επιτυχημένοι. Ούτως ή άλλως
βρίσκονται στην αρχή του παιχνιδιού. Το
πρώτο άλμπουμ έχει μπει στο βρετανικό
Top Ten, αλλά το γκρουπ είναι σχετικά
άγνωστο ακόμη στην Αμερική, όπου η φυγή
του Barrett δεν σημαίνει τίποτα στα media. O
Gilmour είναι ένας έξοχος κιθαρίστας, και
το συγκρότημα αποδεικνύεται ικανό να
γράψει και να ερμηνεύσει νεότευκτο
υλικό και να δημιουργήσει περαιτέρω
φιλόδοξα και εντυπωσιακά άλμπουμς, με
τον Waters να έρχεται στο προσκήνιο ως ο
κυρίαρχος σύνθετης.
Το 1968 ακολουθεί το δεύτερο μετά το Piper
at the Gates of Down άλμπουμ. Το A Saucerful of
Secrets μπαίνει στο βρετανικό Top Ten,
πατώντας προφανώς στα ίχνη των
οραμάτων του Barrett, αλλά με μια
περισσότερο συγκεκριμένη, νηφάλια και
κλασικίζουσα φόρμα, ιδιαίτερα στα
μακριά ορχηστρικά τμήματα. Τα
πνευματικά προβλήματα του Barrett τον
κάνουν να χαθεί στην λήθη.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι Pink Floyd
συνεχίζουν να στιλβώνουν το μοναδικό
τους ύφος από πειραματικό rock, το οποίο
πάντρεψε την ψυχεδέλεια με ψήγματα από
επιβλητικές βαγκνερικές τονικότητες.
Υπόγεια κρυμμένα συνθεσάιζερ, σοβαροί
αυστηροί διάστικτοι ρυθμοί,
αφηνιασμένες κιθάρες και επιμένοντα
επαναλαμβανόμενα θέματα αόριστα
τοποθετημένα, δομημένα πάνω σε blues και
pop επιρροές κάνουν το πολύπλευρο υλικό
αποδεκτό από ένα ευρύτατο κοινό.
Εγκαταλείποντας την μεγάλη αγορά των
singles επικεντρώνονται στα άλμπουμς και
χτίζουν όχι μόνο φήμη και επιβολή αλλά
και μια σειρά από μιμητές στο περίπλοκο
και περίτεχνο οικοδόμημα του progressive rοck
με συνεχείς περιοδείες στην Ευρώπη και
στη Βόρειο Αμερική.
Ενώ λοιπόν άλμπουμς όπως το Ummagumma (διηρημένο
σε live ηχογραφήσεις και πειραματικές
εξερευνήσεις κάθε μέλους του γκρουπ),
το Atom Heart Mother (μια συνεργασία με τον
σύνθετη Ron Geesin) και το More... (ένα
soundtrack ταινίας) είναι αιρετικά,
διαφορετικά, ανατρεπτικά, κάθε ένα
περιέχει εξαιρετική και ενεργητική
μουσική. Στις αρχές της δεκαετίας του 70
ο Syd Barrett ήταν μια αμυδρή ή ξεχασμένη
μνήμη για τους περισσότερους από τους
θαυμαστές των Pink Floyd, ακόμη και αν ποτέ
οι συνθέσεις των υπόλοιπων μελών δεν
φθάνουν στο ύψος της ευφυΐας και της
χαρισματικής σύλληψης αυτού του
ανώμαλου και ταυτόχρονα οριακού
ντεμπούτο του 1967. Το Meddle το 1971
δομεί την εκρηκτική επικότητα του
γκρουπ σε κάτι περισσότερο συμβατό και
βελτιώνει έξοχα την science-fiction ambience που
οι Pink Floyd συνεχίζουν να ανακαλύπτουν
από το 1968.
Παρ' όλα αυτά τίποτα δεν προετοιμάζει
τόσο τους Pink Floyd όσο και το τεράστιο
ακροατήριο τους για την ολοκληρωτική
mainstream επιτυχία του θεϊκού άλμπουμ τους Dark
Side of the Moon το 1973, το οποίο κάνει το
ύφος του cosmic rock ακόμη πιο φιλικό και
αποδεκτό με μια εκπληκτική παραγωγή, με
υπέροχα επικεντρωμένη σύνθεση, με μια
στρατιά από έγκαιρα στερεοφωνικά
ηχητικά εφέ και χάδια από βαθυστόχαστα
σαξόφωνα και soul ζεστές γυναικείες
φωνές. Το Dark Side of the Moon επιτέλους
κατακτά τις ΗΠΑ και κάνει τα μέλη superstars,
όπου κατακτούν και την Νο 1 θέση στα charts.
Περισσότερο αναπάντεχο είναι ότι το
άλμπουμ γίνεται ένα από τα πλέον
εμπορικά όλων των εποχών. Το Dark Side of the
Moon μένει 741 εβδομάδες στο άλμπουμ charts
του Βillboard. Επιπλέον, η ορχηστρική δομή
των τραγουδιών βοηθά το Dark Side of the Moon,
εύκολα να γίνει αποδεκτό διεθνώς και να
καθιερωθεί σαν ένα από τα περισσότερο
δημοφιλή rock άλμπουμ παγκοσμίως.
Είναι μια πολύ δύσκολη αποστολή η
συνέχεια, αν και το επόμενο Wish you Were Here
το 1975 γίνεται επίσης Νο 1, με κύρια
και φανταστική σύνθεση την κατά κάποιο
τρόπο ελεγεία για τον άδικα ξεχασμένο
Barrett, Shine on You Crazy Diamond. Το Dark Side of the
Moon κυριαρχείται από λυρικά θέματα
ανασφαλειών, φόβων και της ψυχρής
αποστασιοποίησης της μοντέρνας ζωής.
Το Wish you were Here και Animals (1970)
αναπτύσσουν τα συγκεκριμένα θέματα πιο
αναλυτικά. Εκείνη την εποχή ο Waters έχει
σαφώς τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο
λυρικό και μουσικό όραμα των Pink Floyd,
ρόλος που κορυφώνεται στο ιστορικό The
Wall του 1979. Το επαναστατικό, υπερφίαλο,
διττά νοηματικό άλμπουμ, ασχολείται με
τους υλικούς και συναισθηματικούς
στίχους που οι σύγχρονοι άνθρωποι
χτίζουν κατά κόρον γύρω τους για λόγους
επιβίωσης. Το Wall γίνεται
τρομακτική επιτυχία, ακόμη και για τα
στάνταρ των Pink Floyd, κυρίως γιατί η
μουσική αρχίζει να χάνει λίγο από την
έντονη και βαριά ηλεκτρονική δομή της,
για να αγγίξει περισσότερο τα pop
στοιχεία. Αν και οι Pink Floyd σπανίως
κυκλοφορούν singles ήδη από την εποχή του
60, ένα από τα τραγούδια, το Another Brick in the
Wall γίνεται υπερατλαντικό Νο 1.
Το συγκρότημα αυξάνει τις
επιτηδευμένες εμφανίσεις του από την
δεκαετία του 70, αλλά η παραγωγή της
περιοδείας του The Wall, η οποία
παρουσιάζει την κατασκευή ενός
πραγματικού τοίχου κατά την διάρκεια
της συναυλίας του γκρουπ, γίνεται η
περισσότερο ακραία. Στα μέσα της
δεκαετίας του 80, το γκρουπ αρχίζει να
δείχνει σημάδια κόπωσης. Καθένας από
τους τέσσερις έχει κάνει ήδη solo
άλμπουμς παράλληλα με τους Pink Floyd, και
ταυτόχρονα ο Waters έχει καταφέρει να
πάρει τον έλεγχο της μουσικής και
λυρικής ταυτότητας του γκρουπ. Αυτό
φαίνεται φυσικά ότι δεν θα είχε συμβεί
εάν το The Final Cut του 1983 δεν ήταν μια
μέτρια και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση
σύνθεση με ελάχιστους ηλεκτρονικούς
νεωτερισμούς, τόσο χαρακτηριστικούς
στις προηγούμενες δουλειές τους.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία του δίσκου,
το συγκρότημα διαλύεται για λίγο.
Το 1986 ο Waters μηνύει τον Gilmour και τον Mason
για την διάλυση της σύνθεσης του γκρουπ
(ο Wright είχε χάσει το status του πλήρους
μέλους του γκρουπ τελείως). Χάνει και
αφήνει τους χωρίς Waters Pink Floyd να
αναρριχηθούν στο Top Five chart με το Momentary
Lapse of Reason to 1987. Μια καθαρά ειρωνική
στιγμή, πιθανώς και κοσμική, μια και
πριν από 20 χρόνια όταν έφυγε ο πρώτος
αρχηγός, το άλμπουμ του γκρουπ έγινε
επιτυχία και έτσι και τώρα όταν φεύγει
ο δεύτερος αρχηγός, συμβαίνει το ίδιο:
το νέο άλμπουμ γίνεται επίσης μεγάλη
επιτυχία. O Waters κυκλοφορεί φιλόδοξα
άλμπουμς με μέτριες όμως επιδόσεις
στις πωλήσεις και στην αποδοχή από τον
κόσμο, ενώ ταυτόχρονα βλέπει τους πρώην
συνάδελφους του (με τον Wright πίσω στη
σύνθεση) να ξανανεβαίνουν τα charts.
Οι Pink Floyd έχουν ακόμη μια τρομακτική
δεξαμενή θεατών, αλλά δεν υπάρχουν οι
εντυπωσιακές καινοτομίες και οι
επαναστατικοί νεωτερισμοί στην μετά
Waters εποχή τους. Γνωρίζουν πολύ κατά την
φόρμουλα της επιτυχίας, μπορούν να την
εκτελέσουν σε μεγάλη κλίμακα και να
μετρήσουν εκατομμύρια καινούργιους
πιστούς, που πολλοί από αυτούς ήταν
αγέννητοι όταν κυκλοφόρησε το Dark Side of
the Moon, και φυσικά τελείως
απληροφόρητοι, για κάποιον Syd Barrett. Το The
Division Bell, το πρώτο στουντιακό άλμπουμ
τους μετά από 7 χρόνια, βρίσκεται στην
κορυφή των charts το 1994, χωρίς να αφήνει
ένα συνταρακτικό αποτύπωμα στη
σύγχρονη rock σκηνή, εκτός φυσικά από το
θέμα του μάρκετινγκ. Το ίδιο συμβαίνει
με το Pulse, ένα live άλμπουμ,
ηχογραφημένο σε μια περιοδεία του 1994,
όπου υπάρχει μια πλήρης live εκδοχή του Dark
Side of the Moon. Οσον αφορά τώρα την
καριέρα του Waters, αυτή κορυφώνεται σε
μια εμφάνιση στο πρώην τείχος του
Βερολίνου το 1990 όταν ερμηνεύει και
ξαναζωντανεύει το The Wall, γεγονός το
οποίο καταγράφεται και σε ένα άλμπουμ.
Ο Syd Barrett αναφέρεται το 1996 να
νοσηλεύεται άρρωστος στο νοσοκομείο
του Cambridge, ανίκανος ή χωρίς θέληση να
ρυθμίσει τον διαβήτη του. |
|