Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

Αλληγορικές Μαντινάδες


Τη πέτρα λέμενε σκληρή κι όμως δεν είναι αλήθεια,
είναι σκληρότερες καρδιές που κρύβονται στα στήθια.

Πάνω στα χέρια σου κρατείς την άνοιξη κερά μου,
μια ηλιαχτίδα άφησε να 'ρθει στη χειμωνιά μου.

Αντρούς χατίρι μη χαλάς γυναίκας να μην τάξεις,
γι' αυτό ποτέ σου μη ζητάς με θηλυκό ν' αγιάσεις.

Μαύρα θα πάψω να φορώ απου όσοι με θωρούνε,
γιάϊντα και ποια 'ναι η αφορμή ολοι να με ρωτούνε

Ζάρα το μοιρολόι σου εδά δεν με τρομάζει,
έτσι κι αλλιώς η φορεσιά η μαύρη δεν αλλάζει.

Άσπρη κολόνα του νερού και μαρμαρένια βρύση
και ποίος ζωγράφος θα βρεθεί να σε ζωγραφίσει

Ως το παπουτσάκι σου κι’ εκείνο έχει γνώση
και περιπατεί σιγά, σιγά τη κάλτσα μη λερώσει

Άναψε το λυχνάρι σου και βαλε του και λάδι
και άφησε την πόρτα ανοιχτή και γω’ θα ρθω το βράδυ

Άνοιξε το παράθυρο και δως μου ένα σπίρτο
ν’ ανάψω το τσιγάρο μου γιατί φωτιά δεν βρίσκω

Έκανε απόπειρα η χαρά να 'ρθει για να με σώσει,
μα 'χουνε φράχτη οι καημοί και πως θα μου σιμώσει

Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά σ' όλο τα κόσμο λιάζει
μόνο ο δικός μου ουρανός γρινιά και νεφαλιάζει.

Ξυπνά και χάραξε η αυγή και βγήκανε οι πήχες
και συ’ σαι που τους έκαψες των αλλωνώ τις τύχες

Βάστα καρδιά μου μαχαιριές και στήθος μου μολύβια
ίσως και να κερδίσουμε αυτά τα μαύρα φρύδια

Ξανακοιμήσου κρίνε μου μα η αυγή σιμώνει,
μη λείπεις απ' το όνειρο και την αφήσεις μόνη

Τα δειλινά 'χουνε καημό κι η μοναξιά πληγώνει,
παρηγοριά τα όνειρα γι' αυτούς που μένουν μόνοι.

Στη βρύση ομπρός ψυχομαχώ και το νερό δε φτάνω,
να πιάσω με τα χέρια μου το στόμα μου να γράνω

Παίξε μια σκαπετιά στη γη να δεις ανθρώπου χάλι,
να δεις ήντα 'πογίνονται τα πλούτη και τα κάλλη.

Ολα μου τα όνειρα τα κρέμασα σε γυναικία τρίχα,
και 'σπασε η τρίχα και 'χασα στον κόσμο ότι κι αν είχα.

Μα του νερού σου το νερό οποίος το ποιεί μαργώνει
και όποιος περνάει μια φορά αγάπη θεμελιώνει

Μοδίστρα τη βελόνα σου να τη μαλαματώσεις
γιατί δεν άφησες καρδιές που να μην τις λαβώσεις

Στης λύρας τα πατήματα στις χορδές του λαούτου
ξελησμονώ τα βάσανα του ψεύτη κόσμου ετούτου

Εκλεισε η πόρτα τσι καρδιάς Μα εγώ για ένα χατήρι
Να βάλω θέλω μια ξανθιά Να'ανοίξει παραθύρι

Μη λυπηθείς τη ζάχαρη αφού γλυκό τον πίνω,
καφές σαν πικραμύγδαλο στην πάντα τον αφήνω

Κατσά-κατσά η σκέψη μου ξανοίγει ν'αποδράσει
μα γω 'μαθα τα χούγια τζη και δε θα τση περάσει

Κουφοβροντά ο ουρανός εντάκαρε και βρέχει
μα το'πιε η γης γιατί διψά κι ο ποταμός δεν τρέχει

Μπορεί να είμαι σίγουρος μα στοίχημα δε βάνω
εδώ κρατώ στα χέρια μου το πράμα και το χάνω

Τράπεζες δεν εκάμανε σε τούτουσες τσι τόπους
να καταθέσω τσι καϋμούς να ζω από τσι τόκους

Oσο διαβαίνουν οι καιροί κι όσο περνούν οι χρόνοι
παλιώνει ο λύχνος μα ποτές το φως του δεν παλιώνει.

Να κάτεχα από πού περνά ο χρόνος και διαβαίνει
για να τον ετραυμάτιζα σιγά σιγά να πιαίνει.

Κοίτα μπροστά σου τη ζωή Που σου χαμογελάει
Σ'ένα ταξίδι μακρινό Που θέλει να σε πάει