Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

Παραγωγή: Ντενίζ Ντι Νόβι, Τιμ Μπάρτον Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον Σενάριο: Ντάνιελ Γουότερς Φωτογραφία: Στέφαν Ζάπσκι Μουσική: Ντάνι Έλφμαν Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Κίτον, Ντάνι Ντε Βίτο, Μισέλ Φάιφερ, Κρίστοφερ Γουόκεν, Μάικλ Γκόου, Μάικλ Μέρφι Διαρκεια: 126' Διανομή: ΕΛΚΕ

O Μπάτμαν επιστρέφει με το μεγαλύτερο άνοιγμα όλων των εποχών στις ΗΠΑ και έχοντας να αντιμετωπίσει έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο από κάθε άποψη προκάτοχο. Με οδηγό τον Τιμ Μπάρτον, ο σκοτεινός ιππότης βγαίνει φυσικά ασπροπρόσωπος.

Πίσω απ'όλο το hype που ακολουθεί την ταινία, τις λεπτομέρειες, τα χρήματα, τους σταρ και τα μαστίγια, κρυβεται ένα απλό συμπέρασμα που δεν γίνεται κατανοητό παρά μόνο αν την δείτε. Αν ο πρώτος Μπάτμαν ήταν 70% Warner και 30% Τιμ Μπάρτον, οι αναλογίες στον δεύτερο έχουν αντιστραφεί. Το Ο Μπάτμαν Επιστρέφει είναι πολύ πιο κοντά στο όραμα που Μπάρτον έχει για τον κινηματογράφο. Η πρώτη κιόλας σεκάνς, αυτή της γέννησης του Πιχκουίνου, ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Ο αλλόκοτος κόσμος του πρώτου φιλμ μπολιάζεται με μια δόση Ψαλιδοχέρη. Τα ντεκόρ γίνονται πιο σκοτεινά, γοτθικά, σχεδόν απειλητικά και η μουσική του Ντάνι Έλφμαν φέρνει στο νου τις προηγούμενες ταινίες του Μπάρτον.

Η συνέχεια έρχεται στον ίδιο τόνο: Η Γκόθαμ Σίτι, μεγαλοπρεπής και άχρωμη, είναι τώρα και χιονισμένη και η κεντρική πλατεία της θυμίζει ντεκόρ από τη Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ. Γερμανικός εξπρεσιονισμός; Ναι, και δεν σταματάμε εδώ. Ο Πιγκουίνος του Ντάνι Ντε Βίτο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τέρας της γερμανικής σχολής του Νοσφεράτου, ένας σατανικός επιστήμονας αλλά Καλιγκάρι, και παραλίγο ένας δολοφόνος παιδιών αλλά Μ. Περισσότερο, και πάνω απ'όλα όμως, δεν είναι παρα ένας ακόμη πληγωμένος άνθρωπος, ένας ''διαφορετικός'' χαρακτήρας, που η κοινωνία του κολλάει την ταμπέλα του τέρατος και που οι ίδιοι οι γονείς του δεν διστάζουν να ξεφορτωθούν. Τα τραύματα του είναι το ίδιο βαθιά με αυτά του Μπρους Γουέιν - Μπάτμαν. Η έλλειψη γονιών παίζει και για τους δυο το βαρύτερο ρόλο στην διαταραγμένη προσωπικότητά τους. Ο Πιγκουίνος, όμως, σε αντίθεση με τον Μπάτμαν, είναι ένας εξόριστος, καταδικασμένος να ζει κρυμμένος, μην έχοντας την εμφάνιση που θα του επέτρεπε την ένταξή του στον πάνω κόσμο. Αλλά ακόμα και όταν γίνεται κάτι τέτοιο, δεν παύει να αποτελεί παρά μια ενδιαφέρουσα παραξενιά της φύσης: ένα αξιοθέατο. Η κακία του Πιγκουίνου πηγάζει από την απόρριψή του και αυτό κάνει το χαρακτήρα του τραγικό. Αν ο Τζόκερ δεν ήταν παρά ένας χωρατατζής με μερικές έξυπνες ατάκες στο μανίκι του, ο Πιγκουίνος κουβαλά μέσα του την ίδια την κόλαση.

Και η ''μαυρίλα'' της ταινίας δεν σταματά εδώ. Αν στο πρώτο φιλμ η ηρωίδα ήταν η ιλουστρασιόν Βίκι Βέιλ, εδώ είναι η black leather Catwoman, μια γυναίκα μάλλον σχιζοφρενική, σημαδεμένη από τη μοναξιά της και στοιχειωμένη από την πανταχού παρούσα - αν και χωρίς να εμφανίζεται ποτέ - μητέρα της. Μια γυναίκα με διπλή ζωή - όπως ο Μπάτμαν - και διχασμένη προσωπικότητα που ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στο καλό και το κακό, χωρίς να μπορέι να αποφασίσει μεταξύ τους. Οπως εξάλλου δεν μπορεί να αποφασίσει αν μισεί η λατρεύει τον Μπάτμαν, αν θα πρέπει να είναι εχθροί ή εραστές. Η σχέση τους θα μπορούσε να είναι η πιο παράξενη σαδομαζοχιστική σχέση στο mainstream κινηματογράφο, αν η ταινία δεν προοριζόταν για τόσο γιγαντιαίο blockbuster, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ήδη αρκετά παράξενη.

Οσο για τον κεντρικό ήρωα, κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν είναι παρά δευτεραγωνιστής. Σίγουρα πιο σκοτεινός και αυτός μέσα στο γενικότερο κλίμα (σκοτώνει κανα δυο κακούς και ρίχνει την Catwoman και από μια ταράτσα σε έναν από τους εννιά θανάτους της), όμως όχι και πιο σημαντικός. Ο Μπάρτον προτιμάει αντί των συνηθισμένων σκηνών δράσης, όπως αυτή που ο ήρωας χάνει τον έλεγχο του Batmobile, να φιλμάρει τις ιδιομορφίες των αλλόκοτων δημιουργημάτων του. Το παράξενο, που τον χαρακτήριζε πάντα, μόνο που εδώ, σε αντίθεση με τον πρώτο Μπάτμαν, μπορούσε να επιβάλλει πολύ πιο εύκολα την αποψή του, κάτι που φυσικά έκανε και στο σενάριο. Βέβαια, αυτό ώρες ώρες μοιάζει λιγάκι χαώδες και ορισμένες φορές ασυνάρτητο και εκείνος που πρέπει να επωμιστεί τη ευθύνη είναι ο ίδιος ο Μπάρτον, μια και εκείνος επέμενε για συνεχείς αλλαγές. Μερικά πράγματα δεν οδηγούν πουθενά, όμως συγχωρούνται εύκολα μπροστά στο οπτικό μεγαλείο της ταινίας και δεν αποτελούν παρά το αντάλλαγμα για την πολύ πιο ενδιαφέρουσα οπτική του δημιουργού. Οταν ανταλλάσσει τον κωμικό Τζόκερ με τον τρομακτικό και τραγικό Πιγκουίνο, τη χάρτινη Βίκι Βέιλ με τη σάρκινη Catwoman και μετατρέπει ένα από τα μεγαλύτερα blockbuster της χρονιάς σε πάρτυ κυνισμού και απαισιοδοξίας (μην κοιτάτε που οι καλοί κερδίζουν, το καθετί έχει το τίμημά του), αλίμονο, είμαστε πρόθυμοι να παραβλέψουμε μερικά στραβοπατήματα.

Γιώργος Κρασσακόπουλος, Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, Τεύχος#27, Νοέμβριος 1992