Οι λέξεις και οι φράσεις που αναφέρονται εδώ είναι προϊόν αναδρομής και ταυτόχρονης συλλογής τους, από δημοσιεύσεις που έγιναν στο παρελθόν στα φύλλα της εφημερίδας μας. Η συλλογή  της πρώτης ενότητας, καθώς και η ερμηνεία των λέξεων βασίζονται στον Χριστ. Τσαντίκο, ο οποίος κατά καιρούς δημοσίευσε παρόμοιες εργασίες. Τόσο η ορθογραφία των λέξεων, όσο και η ερμηνεία τους, παρατίθενται αυτούσιες.  

 
Αξίφωσε : έφαγε καλά.

Βαβά : γιαγιά.

Βαβίτσα : πήλινο ποτήρι με χερούλι.

Βαένι : ξύλινο βαρέλι κρασιού.

Βάρα : λάκκος με νερό.

Γκαμιδαυλάς : δυσκίνητος μεγάλος άντρας.

Γκιλαντράδια : αυτά που κυλούν, οι ρόδες.

Γκούλιος : μαδημένος.

Γούρμωσε : ωρίμασε.

Δράγκανο : κατάξερο.

Ζούπωσε : πήρε κάτι με ύπουλο τρόπο.

Καπράννι : ντέφι.

Κιλέβα : η κούκλα του μαλλιού.

Κνούβαλο : βρισιά για άτομο μειωμένης αντίληψης.

Κοσέβω : τρέχω.

Κουκουρέντζος : μικρό βουναλάκι, ύψωμα.

Κουκουτσέλος : κόκορας.

Κουρκούνα : πήλινο μικρό κανάτι.

Κουρκουσούρα : σβούρα.

Κουσιάνα : πλεξούδα γυναικείων μαλλιών.

Κριτσιανίζω : τρώω με ήχο.

Κφόγουρνο : αγύριστο κεφάλι.

Λαλαγκίτα : τηγανίτα από ζυμάρι.

Λάμπαξα : φοβήθηκα.

Λούρτισμα : διώξιμο, αποπομπή.

Λύκος γιε μ' : έκφραση που υποδηλώνει έκπληξη.

Μάργωσα : κρύωσα, κρυολόγησα.

Μασλάτια : μυστικά.

Με τσάλιασε : μ’ έκανε λιώμα, με πολτοποίησε.

Μίρλα : πολυλογία.

Μπαλαμάτσι : άψητο.

Μπατλιτζιάνες : μελιτζάνες.

Μπίτισε : τέλειωσε.

Μπλατσανάω : χτυπάω το νερό.

Μπούγλα : μπουκάλι για λάδι.

 

Πάφλος : τσίγκος.

Μπουρμπούλωμα : τύλιγμα του κεφαλιού με μαντήλι.

Μπρατίμι : αγγελιαφόρος του γάμου.

Ντεβιρλίγκα : γύρω - γύρω.

Ξεζάρκωτος και ξεμπλέτσωτος : ξέντυτος ή κακοντυμένος.

Πιλιτζίκια : μεταφορικά τα εφόδια για τη ζωή.

Πλαστός : πίτα με καλαμποκάλευρο.

Πταρ : το πρόσφορο.

Πυτιλόγα : Μαλακό υφασμάτινο υποστήριγμα για τη στερέωση της στάμνας στον ώμο.

Ρέτζικλο : κουρέλι.

Ριντί : ποτιστήρι.

Ρουπάκι : κοντόχοντρο ξύλο.

Σαϊτάρι : τμήμα αμπελιού.

Σβάνα : κανάτα

Σβιτζούρι : γρήγορα.

Σέια : σπιτικά αντικείμενα.

Σιτζίμι : χοντρό σκοινί.

Σκάμνια : μούρα.

Σκαργιάτης : απεσταλμένος του γαμπρού.

Σπαλέτο : εσάρπα.

Στράνια : ρούχα (συνήθως τα καινούργια).

Σχτέλι : πήλινο ρηχό πιάτο.

Τέμπλα : ξάπλωμα.

Τσιακί : σουγιάς.

Τσιλιπουρδιά : είδος θάμνου.

Τσιρέπι : αντρική κάλτσα.

Φουκαλάει : σκουπίζει.

Φούσμα : ορμή.

Φτσέλα : ξύλινο δοχείο που φυλάσσονταν πόσιμο νερό.

Φτύνα : πήλινο δοχείο για γιαούρτι.

Χατήλι : το άδειο μέρος κάτω από το κεραμίδι της στέγης.

Χουιάζω : φωνάζω.

Ψούρο : βαθύ πήλινο πιάτο.

 

 

    Και βέβαια στους καυγάδες οι προσφωνήσεις του τύπου "παλουκουμένε", "θηροκομμένε", "κουιάλαμα", "ντουσιάνα", "φλουέρα", "χλιάρα", απέδιδαν ανάλογες σημερινές έννοιες.

   

        Υ.Γ. Σύντομα θα ακολουθήσει δεύτερη ενότητα λέξεων.